«ΜΕ ΕΧΕΙΣ ΚΛΕΙΣΕΙ ΣΕ ΕΝΑ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ… ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΔΙΑΚΡΙΝΩ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΣΟΥ»

by - Ιουνίου 12, 2025


Ο Σεφέρης, η Μάρω του και τα ερωτικά γράμματα που έμειναν στην ιστορία και… την ξαναγράφουν…

Η Μάρω Λόντου γνώρισε τον Γιώργο Σεφέρη σε μια εκδρομή στο Σούνιο το καλοκαίρι του 1935 κι από τότε ακολούθησε μία εκρηκτική σχέση μέχρι τέλους… 

17 Νοεμβρίου 1936 

«Σου είπα ένα σωρό πράγματα, αλλά εκείνο που ήθελα να πω και μ’ έκανε να μουντζουρώσω τόσο χαρτί δεν το είπα: είναι σκληρή η ζωή χωρίς εσένα και άδικη». 

16 Δεκεμβρίου 1936 

«Μ’ έχεις κλείσει σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο, όπου ακούω τη φωνή σου χωρίς να μπορώ να διακρίνω τα λόγια σου. Τον τελευταίο καιρό έχεις χαθεί. Δεν βλέπω καθαρά και χάνω την ψυχραιμία μου, όταν μου χρειάζεται περισσότερο παρά ποτέ. Σε αισθάνομαι κοντά στα άλλα και τρομερά κουρασμένη. Η τελευταία εβδομάδα ήταν άθλια. Βλέπεις, μόλις δεν είναι ο ένας πολύ κοντά στον άλλον, τίποτε δεν γίνεται. Αγάπη μου, Μάρω, για να γράψω και για να στείλω ένα τέτοιο γράμμα θα πρέπει να είμαι πολύ χαμηλά μ’ αυτή την άθλια σιωπή σου. Σε βλέπω, να’ ξερες πόσο παράξενα σε βλέπω, και ολοένα μου τρυπάει το μυαλό η φράση “Ποιος ξέρει πότε θα σου ξαναγράψε”. Έχω την έμμονη ιδέα πως δε θα σε ξαναβρώ. Αγάπη, ΓΙΩΡΓΟΣ» 

1 Φεβρουαρίου 1937 

«Καμιά φορά, όταν μου ξεφεύγουν κάτι τέτοια λόγια, στέκομαι και λογαριάζω (ο άλλος που σέρνω πάντα κοντά μου σαν ίσκιο, ο άλλος, ο ψυχρός παρατηρητής που δε συγκινείται είναι πάντα έτοιμος να μιλήσει), λογαριάζω τι κάνω, ζυγιάζω την ευτυχία που μπορώ να δώσω και τον πόνο που έχω δώσει κιόλας, όχι μοναχά σ’ εσένα. Λογαριάζω το κόστος αυτής της ευτυχίας. Σταματώ μια δύσκολη στιγμή. Κι έπειτα: «Ας γίνει ό,τι γίνει»- έτσι τελείωνω πάντα, άμα έρθω σε αντιπαράσταση μαζί σου. Και το τρομερό είναι ότι τα ξέρω όλα. Αυτή είναι η αγάπη μου. Και δεν πρέπει να σου τη λέω. Όμως βλέπεις αυτά τα πράγματα που είναι μεγαλύτερα από εμάς έχουν το κακό να μας δίνουν την εντύπωση ότι βρίσκονται πάντα σε κίνδυνο, ότι, αν μας τυραννούν τόσο «φριχτά πολύ» σήμερα, αύριο μπορεί να έχουν χαθεί μια για πάντα. Και το περίεργο είναι πως ενώ τόσο πολύ βασανιζόμαστε, θα προτιμούσαμε να χάσουμε οτιδήποτε άλλο παρά αυτό το βασάνισμα. Και τότες λέμε πως «δεν έχουμε καιρό» και δίνουμε ό, τι μπορούμε να δώσουμε. Και δεν έχω τίποτα άλλο να σου δώσω τώρα, παρά αυτές τις ανόητες λέξεις. Και πάλι δε θα σου τις έγραφα, αν δε με παρακινούσε η ελπίδα πως κάποτε, έστω και για μια στιγμή, όταν σου κρατήσω το χέρι, δύο άνθρωποι, μέσα σ’ αυτόν τον ψόφιο κόσμο που μας τριγυρίζει, θα μπορέσουν να νιώσουν ότι ανασαίνουν επιτέλους, έξω από όλα – κάποτε, όταν αυτά που λέμε τώρα πάρουν μία ανθρώπινη υπόσταση και πάψουν να τριγυρνούν σα φαντάσματα»...

You May Also Like

0 comments

Το μήνυμα σας