ΔΕΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΝ ΠΑΝΤΑ...
Όπως ήρθε έτσι κι έφυγε…
Ένα κοκαλιάρικο μικρό ήταν όταν εμφανίστηκε στο τοιχάκι της αυλής νιαουρίζοντας έντονα και πεινασμένα…
Λίγο νερό, λίγο φαΐ, ήρθε και μέστωσε το κοκαλιάρικο και άρχισε να καλομαθαίνει στη ζεστασιά της φροντίδας.
Όσο μεγάλωνε και μέστωνε, το μικρό το νιαούρισμα παρέμενε έντονο αλλά με διαφορετικό μήνυμα. Λίγο βάλε με μέσα, λίγο δώσε μου σημασία, λίγο πάρε με αγκαλιά και άλλα παρόμοια.
Τι να θέλει αυτό το κατσουλόγατο, αναρωτήθηκε ο άνθρωπος.
Μα όνομα, φυσικά, απάντησε ο ίδιος…
Κι έτσι το παραπονιάρικο που είχε μάθει να ζει στα κεραμίδια -όσα απέμειναν στο κέντρο της Αθήνας- βαπτίστηκε «Άγγελος»…
Κι όσο εκπαιδευόταν στο όνομά του, τόσο πάχαινε διεκδικώντας όλο περισσότερο φαγητό, νερό και αγάπη…
Όταν έπιανε βροχή ο «Άγγελος» έβρισκε καταφύγιο στο πλυσταριό με τους σωρούς των άπλυτων για στρώμα κι έτσι οι μήνες περνούσαν…
Μέχρι που μαζί του μία μέρα έφερε και παρέα.
Έναν ασπρόμαυρο φιλαράκι που λίγο φοβόταν στην αρχή το χάδι του ανθρώπου, αλλά στην πορεία και με την βοήθεια του «Άγγελου» κάπως εξοικειώθηκε.
Επίσης νιαούριζε έντονα...
Τι να θέλει, αναρωτήθηκε ξανά ο άνθρωπος. Και φαγητό έχει και νερό και παρέα.
Μα όνομα, φυσικά, απάντησε ο ίδιος…
Κι έτσι το ασπρόμαυρο φιλαράκι που περπατούσε ως λόρδος βαπτίστηκε «Ερρίκος».
Κάθε πρωί και κάθε βράδυ στο τοιχάκι της αυλής περίμεναν υπομονετικά και οι δυο τους για λίγη τροφή, για λίγο νερό για λίγη σημασία και ίσως λίγη περισσότερη αγάπη.
Και ο άνθρωπος τα έδινε…
Μέχρι που μια μέρα, έτσι ξαφνικά, ο Άγγελος εξαφανίζεται. Φώναζε ο άνθρωπος, ξαναφώναζε, πουθενά ο Άγγελος. Αντ’ αυτού εμφανιζόταν ο Ερρίκος με κείνο το ιδιαίτερο σχεδόν βρετανικό, και ίσως μεγαλοαστικό ύφος… σε αντίθεση με τον Άγγελο που ήταν έναν αληταριό των κεραμιδιών και πολύ του άρεσε…
Και πέρασε ο καιρός και έπιασε Άνοιξη και ο Άγγελος πουθενά. Πουθενά, όμως, και ο Ερρικος.
Για πολλές μέρες ο άνθρωπος κρατούσε τα σκεύη τους γεμάτα στο τοιχάκι της αυλής με την άγρια τριανταφυλλιά, περιμένοντας την μεγάλη επιστροφή.
Που δεν ήρθε ποτέ…
Γιατί δεν επέστρεψαν; Πάντα επιστρέφουν!
Κάποιος μανιακός τα φόλιασε, σκέφτηκε ο άνθρωπος, δεν εξηγείται αλλιώς.
Και ήρθε το καλοκαίρι.
Γιατί δεν επέστρεψαν; Πάντα επιστρέφουν!
Όχι, σκέφτηκε ο άνθρωπος και άρχισε να ξεπλένει το τοιχάκι της αυλής από τα αποτυπώματά τους... δεν επιστρέφουν πάντα...
Γεωργία Λινάρδου
0 comments
Το μήνυμα σας