Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΦΛΟΓΑΣ – ΓΡΑΜΜΑ ΣΕ ΕΝΑΝ ΣΠΟΥΔΑΣΤΗ ΜΟΥ

by - Ιουνίου 09, 2025


«Πρέπει να νιώθεις πολύ τυχερή», μου είπε ο νεαρός σπουδαστής μου. «Γιατί το λες αυτό;» ρώτησα. «Φαίνεται να απολαμβάνεις το να είσαι δασκάλα. Πάντα ήθελες να είσαι;» «Όχι», απάντησα ειλικρινά.

Της Αγγελικής Πλουμά

«Στην πραγματικότητα, για πολλά χρόνια, ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελα». 

Ανασήκωσε ένα φρύδι. 

«Τότε πώς έγινε;» 

Χαμογέλασα αλλά δεν απάντησα. 

Πώς εξηγείς τον δρόμο με στροφές που σε φέρνει κάπου που ποτέ δεν ήθελες να πας, αλλά τώρα δεν μπορούσες να φανταστείς τη ζωή σου χωρίς αυτή τη διαδρομή; 

Όσα, λοιπόν, δεν μπόρεσα να του πω, έκατσα και τα έγραψα... 

Μου αρέσει να με λένε δασκάλα. Δίνω στη λέξη, διδάσκαλος μια περίεργη ερμηνεία — αυτός που δίνει την δάδα, τον πυρσό για να ανάψει η φλόγα μέσα σε κάθε άνθρωπο, να του πυρπολήσει το μυαλό, τη ψυχή, τη διάνοιά του. Ίσως γι' αυτό η ιδέα να γίνω δασκάλα κάποτε μου φαινόταν αφόρητη. 

Νόμιζα ότι δεν ήμουν αρκετή. Ότι δεν μπορούσα να κρατήσω το βάρος μιας τέτοιας ευθύνης. Δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι, για τριάντα χρόνια, θα κατέληγα να διδάσκω κάθε λογής ανθρώπους: μετανάστες δεύτερης γενιάς, εφήβους, νεαρούς ενήλικες, στελέχη, επιχειρηματίες, ειδικά ταλέντα, «δύσκολα και παραβατικά» παιδιά. Ανθρώπους που δεν αναζητούν απλώς τη γνώση, αλλά την ελπίδα — μερικές φορές ακόμη και τη σωτηρία. 

Τις μέρες που ακολούθησαν την κουβέντα με τον σπουδαστή μου, μου ήρθαν αναμνήσεις—όχι μόνο στο μυαλό, αλλά και στην καρδιά. Οι δάσκαλοι που με διαμόρφωσαν, όχι με μεγαλειώδεις χειρονομίες, αλλά με ήρεμη χάρη. 

Ήμουν δέκα χρονών και είχαμε δάσκαλο στην Τετάρτη Δημοτικού τον κ. Μαλαγάρη. Είχε ήθος, και το πιο σημαντικό, έδειχνε ενδιαφέρον και φροντίδα. Χωρίς να λέει ή να κάνει κάτι ξεχωριστό για μένα, ήξερα πάντα ότι με έβλεπε, ότι με είχε τόσο στο οπτικό του πεδίο όσο και στο πεδίο της καρδιάς του. 

Τις μέρες που τα άλλα παιδιά σχόλαγαν κι έτρεχαν στους γονείς τους, και κυρίως σε γιορτές και εκδρομές, εγώ έμενα — μόνη, κοιτώντας το τίποτα. 

Ο πρόωρος θάνατος του πατέρα μου ανάγκασε τη μητέρα μου να γίνει μια από τις λίγες εργαζόμενες γυναίκες στο νησί μας. Δεν μπορούσε να έρθει νωρίς για να με παραλάβει. Μερικές φορές, δεν μπορούσε να έρθει καθόλου. 

Θυμάμαι, τις ώρες της μοναξιάς, να κοιτάζω επίμονα τα χέρια μου, ευχόμενη να γεμίζουν με τη ζεστασιά των δικών της χεριών. Δεν γινόταν ποτέ. 

Ερχόταν βιαστική και με τραβούσε ανυπόμονα για να προλάβουμε κάτι από τις πολλές υποχρεώσεις που είχαν μείνει πίσω. 

Αλλά ο κύριος Μαλαγάρης καθόταν πάντα δίπλα μου. Μου έδειχνε βιβλία, ζωγραφιές άλλων παιδιών, μου έλεγε τις ιστορίες των ηρώων του ΄21 που κρεμόταν στον τοίχο. Δεν έκανε ποτέ θέμα τη μοναξιά μου. Απλώς γέμιζε τη σιωπή και μαζί της το κενό. Από αυτόν έμαθα αυτό που αποκαλώ το Βλέμα της Φροντίδας— τη πρώτη και πιο ουσιαστική ιδιότητα κάθε αληθινού δασκάλου. 

Χρόνια αργότερα, στο γυμνάσιο, η πλήρης ανικανότητά μου στα μαθηματικά εμφανίστηκε σαν πληγή. Εκείνες τις μέρες, το να μείνω μεταξεταστέα, όπως κινδύνευα, δεν ήταν απλώς προσωπική ήττα – έφερνε ντροπή σε όλη την οικογένεια. 

Παρά την οικονομική δυσκολία μας, οι δικοί μου με έγραψαν στο μοναδικό φροντιστήριο της πόλης. Ο πρώτος καθηγητής με παράτησε γρήγορα. Μετά όμως ήρθε ο Φίλιππας, «το βαρύ πυροβολικό του φροντιστηρίου για τις δύσκολες περιπτώσεις, όπως εγώ». Είχε φωτιά -πάθος, επιμονή, ακρίβεια. Δεν θα σε εγκατέλειπε αν δεν καταλάβαινες. Και αν το έκανες, σε προκαλούσε ακόμα πιο σκληρά, απαιτώντας να ανακαλύψεις τον δικό σου τρόπο να λύνεις προβλήματα. Ήταν αυστηρός αλλά ποτέ σκληρός. Είχε χιούμορ, αιχμηρό και απρόβλεπτο. Κάπου στην πορεία μαζί του κάτι άλλαξε. Άρχισα να βλέπω τα μαθηματικά όχι ως μαρτύριο, αλλά ως παιχνίδι. Μου έμαθε την σκέψη πίσω από τους αριθμούς, την προβλεψιμότητά τους, την καθαρότητα της οργάνωσής τους. Από αυτόν κληρονόμησα κάτι ανεκτίμητο: το πάθος να μεταδίδω τη γνώση με αγάπη, με πείσμα, με υπομονή και χωρίς εγώ. 

Στο λύκειο συνάντησα την πιο αγαπημένη μου καθηγήτρια, με το όνομα της ομορφότερης πόλης: Βενετία. Είχε ένα χάρισμα να δημιουργεί ζεστασιά. Η τάξη ήταν σπίτι και καταφύγιό μας, χάρη σε κείνη. Δεν μας έκρινε, ακόμα κι όταν σκοντάφταμε στα πιο απλά πράγματα. Μας παρακολουθούσε, όχι σαν δεσμώτης, αλλά σαν κάποιον που πίστευε ότι μπορούσαμε να ανθίσουμε. 

Μια μέρα, είπα στη μητέρα μου: «Νομίζω ότι αγαπώ την κυρία Βένη περισσότερο από εσένα». Δεν είχα σκοπό να την πληγώσω. Αυτό που εννοούσα ήταν: Αυτή η γυναίκα με κάνει να νιώθω ασφαλής. Δεν μας δίδασκε ιστορία – μας δίδασκε τη δύναμη της αποδοχής. Χωρίς αυτούς τους δασκάλους, ίσως να μην είχα φτάσει ποτέ στο πανεπιστήμιο. 

Και εκεί γνώρισα τον Άγγελο Τσακλαγάνο και τον Γιώργο Χατζηδημητρίου, που μου έμαθαν ότι η εκπαίδευση δεν είναι το τι γνωρίζω- αλλά πως εφαρμόζω αυτά που μαθαίνω. Ωστόσο, αντιστάθηκα σθεναρά στη διδασκαλία. 

Τελείωσα το μεταπτυχιακό, δούλεψα πάνω από είκοσι δουλειές «του ποδαριού». Καμμιά από αυτές δεν ήταν μαθήματα ή άλλου είδους διδασκαλία. 

Μετά ήρθε ο Αντώνης Ψωμαδάκης — αγαπημένος μου φίλος που ταξίδεψε νωρίς. Εργάζοταν σε ΙΕΚ. «Γιατί δεν προσπαθείς να διδάξεις;» με ρώτησε μια μέρα. «Όχι», είπα τρομακρατημένη «Τέλεια», απάντησε. «Καλύτερα να μείνεις υπάλληλος χαμηλού επιπέδου που τον κανοναρχούν ηλίθιοι». «Ακριβώς», είπα, προσποιούμενη την σίγουρη. Χαμογέλασε. «Εντάξει. Τότε δώσε μου το βιογραφικό σου — ξέρω κάποιον που ψάχνει για τέτοια». Το έδωσε βέβαια στο ΙΕΚ όπου δούλευε. 

Όταν μου τηλεφώνησαν για να προγραμματίσουν ένα δείγμα διδασκαλίας μου, ντράπηκα να πω όχι και πήγα. 

Έτσι, στα 26 μου, φορώντας μακριά, καλογερίστικα ρούχα και με τρεμάμενα πόδια, στάθηκα μπροστά σε μια αίθουσα γεμάτη φοιτητές –μερικούς μεγαλύτερους από εμένα– περιμένοντας να κάνω το πρώτο μου μάθημα. 

Ποτέ δεν έχω δοκιμάσει ναρκωτικά, αλλά φαντάζομαι ότι αυτή είναι η αίσθηση του τρανς. Να φεύγεις από το σώμα σου. Κι όταν γυρίζεις, εκείνο να σε προδίδει. Με κάθε τρόπο: καρδιοχτύπι, ζάλη, ιδρώτας. Νόμιζα ότι θα καταρρεύσω και θα γίνω ρεζίλι. Αλλά για ενενήντα λεπτά, κάτι συνέβη. ήμουν εκεί-εντελώς εκεί. Και όταν τελείωσε, και οι άνθρωποι χαμογέλασαν και είπαν «ευχαριστώ», κι εγώ νόμιζα ότι ήταν τρελοί. Όταν ο διευθυντής με συνεχάρη, νόμιζα ότι μου κάνει πλάκα. Αλλά στο βάθος μου άκουγα φωνές—γνωστές. Μαλαγάρης, Φίλιππας, Βένη, Αντώνης. Ήταν ακόμα μέσα μου και με παρότρυναν να περάσω την φωτιά σε άλλους. Δεν κατάφερα να τους φιμώσω. Και ευχαριστώ τον Θεό για αυτό. 

Τώρα λοιπόν, όταν ένας σπουδαστής με ρωτάει πώς έγινα δασκάλα, διστάζω. Γιατί η αλήθεια είναι περίπλοκη. Δεν είναι μια επαγγελματική πορεία που επίλεξα. Είναι μια κληρονομιά που με κάλεσε μέσα—από όλους εκείνους που άνοιξαν το δρόμο μπροστά μου. Και ίσως, απλώς ίσως, φωτίζω το δρόμο σε κάποιον άλλο τώρα. Κυρία, σας ρωτάω γιατί θέλω να γίνω κι εγώ δάσκαλος είπε ο σπουδαστής μου.                 

You May Also Like

0 comments

Το μήνυμα σας