Γιατί «συνεννοούμαστε» τόσο λίγο και τόσο δύσκολα;

by - Αυγούστου 18, 2015


«Ο άλλος παίρνει από σένα όχι αυτό που του δίνεις, αλλά αυτό που μπορεί να πάρει»...









Παράξενη φαίνεται στο πρώτο της αντίκρισμα αυτή η αλήθεια, άμα την καλοσκεφτεί όμως κανείς πείθεται ότι έτσι είναι τα πράγματα στις διανθρώπινες σχέσεις. Δεν πρόκειται βέβαια μέσα σε τούτο το «πάρε – δώσε» για ανταλλαγή υλικών αγαθών, αλλά για το διάλογο που συνθέτει τον κοινωνικό βίο. Δηλαδή για την επικοινωνία «με τον άλλο», που γίνεται με το αίσθημα και την προαίρεση με τη σκέψη και το λόγο με την προσδοκία και την πράξη μέσα στο στίβο της συλλογικής ζωής. 

Γιατί «συνεννοούμαστε» τόσο λίγο και τόσο δύσκολα με τον συνάνθρωπο; Πώς είναι δυνατόν να μη μας «καταλαβαίνει» και να μη τον «καταλαβαίνουμε», ακόμη και όταν του ανοίγουμε την καρδιά μας και του μιλούμε τόσο καθαρά; Κάποτε συμβαίνει να βρίσκεται κοινωνικά πολύ κοντά μας, να έχουμε μεγαλώσει και ανατραφεί μέσα στην ίδια οικογένεια, να έχουμε εκπαιδευτεί από τους ίδιους δασκάλους, να εργαζόμαστε επαγγελματικά στον ίδιο χώρο, να μοιραζόμαστε σχεδόν καθημερινώς τις ίδιες ώρες και τους ίδιους τρόπους ψυχαγωγίας, να έχουμε δεθεί στις ίδιες ευθύνες και χαρές με το γάμο, την πατρότητα, την αφοσίωση προς την ίδια πατρίδα, την πίστη στον ίδιο Θεό – και όμως έρχεται ώρα που με κατάπληξη, με οδύνη, με τρόμο ανακαλύπτουμε ότι δεν μιλούμε την ίδια γλώσσα, άλλα λέμε εμείς και άλλα αυτός εννοεί, ότι όσο και αν του προσφέρουμε εκείνο που έχουμε μέσα μας αυτός δεν το παίρνει, ή το παίρνει τόσο στραβά, ώστε μας αδικεί, μας πληγώνει ή μας εξευτελίζει. Το χειρότερο είναι ότι μπορεί να μη το κάνει αυτό από κακή πρόθεση ή από βλακεία, ότι όντως είναι ειλικρινής και έξυπνος. Και όμως η συνεννόηση μαζί του είναι δύσκολη, κάποτε και αδύνατη. 


Το δυσάρεστο τούτο φαινόμενο θα το εξηγήσουμε, άμα σκεφτούμε ότι τότε και τόσο εννοούμε τον άλλο άνθρωπο (τον πιο κοντινό, όπως και τον πιο μακρινό) , όταν και όσο τον «σχηματίζουμε» μέσα μας με τα υλικά και τον τρόπο που μας είναι οικεία από την προσωπική μας υφή και εμπειρία. Το ίδιο και εκείνος πρέπει να μας «φτιάξει» μέσα του, να μας «πλάσει» από τοα στοιχεία και με τη δομή που ξέρει καλά, και που δεν μπορεί να είναι άλλα από τα στοιχεία και τη δομή τη δική του. Το «εξ οικείων τα αλλότρια» του αρχαίου αποφθέγματος αυτό θέλει να πει. Κάθε ανθρώπινη ψυχή έχει το δικό της βάθος. Η κοινωνική αγωγή, για να κάνει δυνατή και κατά το μέτρο που κάνει δυνατή την ομαδική συμβίωση, προσπαθεί και κατορθώνει να δημιουργήσει απάνω σ’ αυτό το πυρήνα μιαν επιφάνεια, μια κρούστα από «κοινούς» τρόπους συμπεριφοράς (η λέξη παρμένη στην πιο πλατειά και περιεκτική έννοιά της). Αυτή είναι η γέφυρα που μας ενώνει με τους συνανθρώπους (με όσους συνυπάρχουμε μέσα στον ίδιο φυσικό και κοινωνικό χώρο). Αλλά η επικοινωνία από τούτο το δρόμο δεν πάει πολύ βαθιά, όταν οι περιστάσεις της ζωής μας αναγκάσουν να πλησιάσουμε τον άλλο άνθρωπο περισσότερο, μπαίνει αμέσως στη μέση το πρόβλημα της παραμέτρου και των συντεταγμένων… Αν δεν έχουμε τη δική του ωριμότητα, τη δική του παιδεία, το δικό του ύφος ζωής, τη δική του ψυχική σύσταση, αν δεν συμπίπτουν ή δεν συγκλίνουν οι διαθέσεις και οι επιδιώξεις μας, οι «γωνίες» του χαρακτήρα και τα «μέτρα» των αξιολογήσεών μας, ούτε να προσπελάσουμε τον άλλο μπορούμε, ούτε και κείνος μπορεί να μας προσπελάσει, και ας χρησιμοποιούμε το ίδιο γεφύρι για την επικοινωνία μας. 


Πόσο αληθινό είναι αυτό, θα βεβαιωθούμε από την ακόλουθη παρατήρηση: Με τον καιρό , όπως απομακρυνόμαστε από μερικούς συντρόφους, με τους οποίους είχαμε στενά, στενότατα συνδεθεί, έτσι ερχόμαστε κοντά, παραπολύ κοντά σε άλλους που πριν ποτέ δεν είχαμε φαντασθεί ότι θα μπορούσαμε να τους συναναστραφούμε, να τους πιστέψουμε, να τους αγαπήσουμε. «Ήταν λάθος μου» ή «ήταν λάθος του», λέμε για να δώσουμε μιαν εξήγηση. Αλλά δεν πρόκειται για λάθος, ούτε φταίει εντελώς η «σύμπτωση» που δεν έδωσε τάχα ευκαιρίες καλύτερης γνωριμίας. Αλλού βρίσκεται η αιτία: ο ένας δεν είχε ακόμη φτάσει στο επίπεδο και στα μέτρα του άλλου (από ανωριμότητα, έλλειψη καλλιέργειας κτλ., ). Γι’ αυτό τόσον καιρό δεν μπορούσαν να «συναντηθούν» και να γίνει «διάφανος» ο ένας στον άλλο. Φυσικά, για να κατορθωθεί η συνάντηση και ο δεσμός, κάτι, και μάλιστα κάτι ουσιαστικό, θα είχαν ανέκαθν κοινό και οι δύο. Αλλά τούτο δεν είχε ακόμα ξεκαθαρίσει και αναπτυχθεί (στον ένα ή στον άλλο, ή και στους δύο μαζί), ως το βαθμό που επιτρέπει τη βαθύτερη συνεννόηση. Όταν η φόρτιση έφτασε στο σημείο της «επάρκειας» (αυτό πρέπει να γίνει και στους δύο όρους, όχι μόνο στον ένα), άστραψε ο ηλεκτρικός σπινθήρας και εγένετο φως… 


Ας γυρίσουμε τώρα στο αρχικό μας θέμα. Όταν ο συνάνθρωπος που έρχεται να τον συμβουλέψουμε, να τον διδάξουμε ή να τον βοηθήσουμε σε μιαν ώρα ανάγκης, παραπονιέται λέγοντας: «Δεν μου έδωσες ό,τι σου ζητούσα» και φεύγε αποκαρδιωμένος, ένα από τα δύο συμβαίνει: Ή δεν μπορέσαμε ν’ αντιληφθούμε τι του λείπει και του δώσαμε εκείνο που δεν ζητούσε. Ή πραγματικά του προσφέραμε το σωστό, αλλά αυτός επήρε μόνο εκείνο που μπορούσε να πάρει, και τούτο ήτανε λίγο ή τίποτα. Δεν τον καταλάβαμε δηλαδή, ή δεν μας κατάλαβε – κι έτσι με όλη την προσπάθειά μας στάθηκε αδύνατο ο ένας να συναντηθεί με τον άλλο. Μήπως άραγε σε τέτοιες περιπτώσεις δεν φταίει η «πάστα} μας, αλλά η έλλειψη «καλής θέλησης» από το ένα μέρος ή από το άλλο ή και από τα δύο; Αναμφισβήτητα η καλή θέληση είναι προϋπόθεση βασική, αν δεν θέλω να βοηθήσω, ή δεν θέλεις να βοηθηθείς, πώς θα πραγματοποιηθεί η επαφή μας; Το πράγμα είναι φανερό σε ορισμένες περιπλοκές. Πηγαίνουμε λ.χ. να συμβουλευτούμε για μια δύσκολη προσωπική μας υπόθεση έναν άνθρωπο που εκτιμούμε για την ευθυκρισία και τη φρόνησή του, αλλά δεν είμαστε αποφασισμένοι να ακούσουμε τη δική του γνώμη, για τι στο βάθος εκείνο που επιθυμούμε (κι ας μη το ομολογούμε ούτε καν στον εαυτό μας) είναι να δώσει τη γνώμη που θέλουμε. Εμείς έχουμε ήδη πάρει την απόφασή μας και πηγαίνουμε με την ελπίδα να την δούμε επιβεβαιωνόμενη από τον άλλο… για να μοιραστούμε μαζί του ή να φορτώσουμε σ’ εκείνον ολόκληρη την ευθύνη, αν τύχει και πέσουμε έξω. Συνένοχο τον θέλομε το σύμβουλό μας, όχι οδηγό! Χρειάζεται λοιπόν απαραίτητα να θέλω να με καταλάβεις και να μου προσφέρεις τη βοήθειά σου. Αλλά η θέληση η καλή εδώ «αναγκαία», όχι «επαρκής» συνθήκη. Μόνο με τη θέληση, δεν φτάνουμε στη συνάντηση. Πρέπει και να μπορώ να πάρω από σένα αυτό που ζητώ και προθυμοποιείσαι να μου δώσεις. Σε τελευταία ανάλυση, παίρνω ό,τι είμαι σε θέση να πάρω, όχι εκείνο που εσύ προσφέρεις. 


Υποθέσετε τώρα ότι εκείνο που μου προσφέρεται στο διάλογο δεν είναι ένας απλός άνθρωπος ή ένα μικρό κεφάλαιο εσωτερικής ζωής, αλλά ένας μεγάλος νους, η βαθειά και σύνθετη ψυχή ενός genie, το όνειρο μιας ανήσυχης, άπληστης φαντασίας, το πρόγραμμα δράσης μιας θέλησης ηρωικής και ακατάβλητης, το πάθος της δημιουργίας ενός ευγενούς πνεύματος, ο οραματισμός ενός προφήτη, η αγωνία ενός πιστού – και ακόμα πι αφηρημένα: μια υψηλή ιδέα, ένας βαθύς πόνος, μια αγιοσύνη, μια αρετή, μια αγάπη που δεν ανέχεται περιορισμούς και μόνο με το απόλυτο συμβιβάζεται. Τι θα πάρω από αυτό τον εξαίσιο θησαυρό, αν τύχει και βρεθεί στο δρόμο μου; Ασφαλώς τόσο μόνο όσο μπορούν να σηκώσουν οι ώμοι μου χωρίς να πέσουν, να πιάσουν τα χέρια μου χωρίς να καούν, να χωρέσει η ψυχή μου χωρίς να σπάσει… και επειδή τα μέτρα των περισσοτέρων μας είναι μικρά, πολύ μικρά για τέτοια μεγέθη, ή τίποτα δεν παίρνουμε και προσπερνούμε, ή -το χειρότερο- κατεβάζουμε, ακρωτηριάζουμε, ευτελίζουμε το Υψηλό και το Μεγάλο σύμφωνα με τις ασήμαντες διαστάσεις μας και η μικροψυχία μας μετατρέπεται σε εχθρότητα προς ότι ξεπερνά τη δική μας κλίμακα. Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε αυτό που μας υπερβαίνει και, επειδή μας πιέζει, το βρίζουμε, το σαρκάζουμε, το μισούμε… 

«Δεν μπορείτε» είπε ένας σοφός της μακρινής Ανατολής «να μιλήσετε για ωκεανό σ’ ένα βάτραχο του πηγαδιού (το πλάσμα μιας στενότατης σφαίρας). 

Δεν μπορείτε να μιλήσετε για πάγο σ’ ένα έντομο του καλοκαιριού (το πλάσμα μιας εποχής). 

Δεν μπορείτε να μιλήσετε για το Τάο (θεϊκό πνεύμα) σ΄ ένα δασκαλάκι, ο ορίζοντάς του είναι πολύ περιορισμένος.



Πηγή: «Πρακτική Φιλοσοφία» Ε. Π. Παπανούτσου

You May Also Like

0 comments

Το μήνυμα σας