ΤΙ ΔΟΥΛΕΙΑ ΕΧΕΙ Ο ΣΕΦΕΡΗΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ;

by - Ιουνίου 01, 2025



Τι δουλειά έχει ο Σεφέρης ανάμεσά μας... «Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε πώς προχωρούμε...» Αλήθεια τώρα; Έρχονται τα λόγια του από το μακρινό Ιούνη του 1942 να χτυπήσουν ποιο καμπανάκι; Πες μου, τι δουλειά έχει ο Σεφέρης ανάμεσά μας... 

    «Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε κατά πού προχωρούμε,όχι καθώς ο πόνος μας το θέλει και τα πεινασμένα παιδιά μας και το χάσμα της πρόσκλησης των συντρόφων από τον αντίπερα γιαλό, μήτε καθώς το ψιθυρίζει το μελανιασμένο φως στο πρόχειρο νοσοκομείο, το φαρμακευτικό λαμπύρισμα στο προσκέφαλο του παλικαριού που χειρουργήθηκε το μεσημέρι, αλλά με κάποιον άλλο τρόπο, μπορεί να θέλω να πω καθώς το μακρύ ποτάμι που βγαίνει από τις μεγάλες λίμνες τις κλειστές βαθιά στην Αφρική και ήτανε κάποτε θεός κι έπειτα γένηκε δρόμος και δωρητής και δικαστής και δέλτα που δεν είναι ποτές του το ίδιο, κατά που δίδασκαν οι παλαιοί γραμματισμένοι, κι ωστόσο μένει πάντα το ίδιο σώμα, το ίδιο στρώμα, και το ίδιο Σημείο, ο ίδιος προσανατολισμός...» 

(Παύλος Ζάννας, Μαρώ Σεφέρη, Νάνης Παναγιωτόπουλος, Γιώργος Σεφέρης, Λένα και Γιώργος Σαββίδης, Τουρκολίμανο 29.9.1962/ Πηγή: Φίλοι του Γ.Π.Σαββίδη)    
    Αυτά τα έγραφε ο Σεφέρης στον πιστό του φίλο Νάνη (Ιωάννη) Παναγιωτόπουλο από το Κάιρο. 
    Η μνημειώδης αλληλογραφία τους αν και έμοιαζε κρυμμένη ανάμεσα σε όσα έχουν διασωθεί από τα αρχεία του, σε κάποιο μουσειακό συρτάρι ή στην καρδιά ακόμη κάποιων ποιητών -όσων έχουν αντέξει- ξεπηδά σχεδόν τυραννικά ως υπενθύμιση… «Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε πώς προχωρούμε...» 

    Τι στο καλό πια ζητά ο Σεφέρης απ’ την ζωή μας και επιμένει τόσο; Πόσοι πια γνωρίζουν τον Σεφέρη και άλλοι πόσοι τον μελετούν ή έχουν εναποθέσει την ψυχή τους στα ποιήματά του, πόσοι εμπιστεύονται πια τις αγωνίες του που με μία μαγική δύναμη και έμπνευση καβαλίκεψαν αιώνες... πόσοι δεν αντέχουν να τον βάλουν στην ζωή τους...

    «Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη. Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά σιγά βουλιάζει και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά»... 

    Προσωρινά αθάνατοι και ταυτόχρονα αιώνια αλαζόνες, ακραία αντιφατικοί, τι ζητάμε από τον Σεφέρη και τον αφήνουμε να κυκλοφορεί ανάμεσά μας για να μας υπενθυμίζει ό,τι ίσως δεν θέλουμε, διότι απλά μας δυσκολεύει και μας πονά… Και ό,τι μας δυσκολεύει και μας πονά μπορεί και να το φοβόμαστε. Το γνωρίζει ο ποιητής πως με τον φόβο είμαστε τόσο φίλοι πια;

    Γιατί διαταράσσουμε την ίσως και κατ' επίφαση ηρεμία μας; Γιατί να μας το χαλάει ένας Σεφέρης με κάτι που έγραψε το 1942 στον φίλο του Νάνη, αλλά ήταν σα να το έγραψε για να μείνει και να μας βασανίζει... εσαεί; 

    «Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε γι’ αυτό συλλογίζομαι τόσο πολύ, τούτες τις μέρες, το μεγάλο ποτάμι αυτό το νόημα που προχωρεί ανάμεσα σε βότανα και σε χόρτα και ζωντανά που βόσκουν και ξεδιψούν κι ανθρώπους που σπέρνουν και που θερίζουν και σε μεγάλους τάφους ακόμη και μικρές κατοικίες των νεκρών».

    Σκύψε, σπείρε, θέρισε… όπου βρεις θέρισε. Κι αν προλάβεις αγάπα... κι αν θυμηθείς πιες νερό να ξεδιψάσεις...

    «Αυτό το ρέμα που τραβάει το δρόμο του και που δεν είναι τόσο διαφορετικό από το αίμα των ανθρώπων κι από τα μάτια των ανθρώπων όταν κοιτάζουν ίσια - πέρα χωρίς το φόβο μες στην καρδιά τους, χωρίς την καθημερινή τρεμούλα για τα μικροπράματα ή έστω και για τα μεγάλα·όταν κοιτάζουν ίσια - πέρα καθώς ο στρατοκόπος που συνήθισε ν’ αναμετρά το δρόμο του με τ’ άστρα, όχι όπως εμείς, την άλλη μέρα, κοιτάζοντας το κλειστό περιβόλι στο κοιμισμένο αράπικο σπίτι, πίσω από τα καφασωτά, το δροσερό περιβολάκι ν’ αλλάζει σχήμα, να μεγαλώνει και να μικραίνει·αλλάζοντας καθώς κοιτάζαμε, κι εμείς, το σχήμα του πόθου μας και της καρδιάς μας,στη στάλα του μεσημεριού, εμείς το υπομονετικό ζυμάρι ενός κόσμου που μας διώχνει και που μας πλάθει, πιασμένοι στα πλουμισμένα δίχτυα μιας ζωής που ήτανε σωστή κι έγινε σκόνη και βούλιαξε μέσα στην άμμο αφήνοντας πίσω της μονάχα εκείνο το απροσδιόριστο λίκνισμα που μας ζάλισε μιας αψηλής φοινικιάς»… 

    «...κι από τα μάτια των ανθρώπων που κοιτάζουν ίσια, πέρα χωρίς το φόβο μές στην καρδιά τους...» 

    Να αποδομήσουμε τον ποιητή, να του γυρίσουμε την πλάτη, να κλείσουμε την πόρτα του ενοχικού μας εαυτού, του καλά προστατευμένου μας σπιτικού και να αναζητήσουμε μια γωνιά κάπου κρυφά απ’ όλους για να κοιταχτούμε και να ανταλλάξουμε αλήθειες μόνον με τον εαυτό μας. Θα είναι κάτι ασφαλές ή πάλι όχι… ή πάλι ίσως… 

    «...πιασμένοι στα πλουμισμένα δίχτυα μιας ζωής που ήτανε σωστή κι έγινε σκόνη και βούλιαξε μέσα στην άμμο...» 

    Αλήθεια τώρα; Κλείσε τον Σεφέρη και πάμε να κοιμηθούμε. Ας είναι και νωρίς...

Γ.Λινάρδου


You May Also Like

0 comments

Το μήνυμα σας