ΠΑΥΛΟΣ ΑΛΕΠΗΣ: ΤΟΝ ΦΤΥΣΑΜΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ...

by - Μαρτίου 17, 2017

Ραντεβού στην Τεχνόπολη με έναν άνθρωπο που ακόμη και στον πιο έντονο θυμό, στις πιο σκληρές αλήθειες, δεν ξεχνά το χαμόγελο, ούτε την αστική του ευγένεια.











Συνέντευξη στη Γεωργία Λινάρδου 
Φωτο-κάμερα: Μυρσίνη Στεφανάκου


Ο Παύλος Αλέπης κουβαλά στη ψυχή του μισό αιώνα δημοσιογραφίας. 

Τον διακρίνει ένα ιδιαίτερο χιούμορ και τον χαρακτηρίζει μία αστική ευγένεια που σπάνια συναντάς στους ανθρώπους και ακόμη πιο σπάνια στους δημοσιογράφους, την οποία - ευτυχώς - τα πενήντα χρόνια στο κουρμπέτι, κατά πως θα' λεγε ο Γιάννης Καψής, παρέμεινε προστατευμένη και αναλλοίωτη. 

Οι εμπειρίες του από ιστορικές εφημερίδες όπου εργάστηκε (Βραδυνή, Έθνος, Καθημερινή κ.α), από την ιδιωτική τηλεόραση (Mega), την ΕΡΤ (κάποιο φεγγάρι χρημάτισε και διευθυντής στη δημόσια τηλεόραση), το ραδιόφωνο (Flash 9.61, 9.84 κ.α) και γενικά ο συγχρωτισμός του με την εξουσία στα χρυσά χρόνια της δημοσιογραφίας από άποψη παραγωγής ειδήσεων και ρεπορτάζ, είναι πολύτιμες. 

«Ξέρεις τι ήταν στη γενιά μου να γίνεις σχολιαστής ή αρθρογράφος; Ντρέπομαι ακόμη να πω ότι κάνω πολιτικό σχόλιο. Ποιος είσαι Κύριε; Έπρεπε να περάσεις από το κοινοβουλευτικό ρεπορτάζ κτλ. Υπήρχαν εποχές που μόνον επτά άνθρωποι είχαν το τηλέφωνο του πρωθυπουργού και μιλούσαν κάθε βράδυ. Τους το είχε δώσει ο ίδιος ο πρωθυπουργός λέγοντας: ό, τι θέλεις θα με παίρνεις. Επτά βασικοί αρθρογράφοι των εφημερίδων. Κι όταν γράφανε, γράφανε. Φτάσαμε στο μονοθεματικό δελτίο ειδήσεων. Τι λέτε ρε αδέλφια, μόνον ένα θέμα υπάρχει στον κόσμο; Όχι για δημοσιογράφοι, ούτε για τη λαϊκή δεν κάνουμε. Ούτε για τα καφάσια δεν κάνουμε, γιατί στη λαϊκή είναι σοβαροί οι άνθρωποι και τους βγάζω το καπέλο»

Η μάνα του, του' λεγε: Όποια κοπέλα βρεις στη ζωή σου, να τις φερθείς σαν αδελφή σου. Εκείνος την κορόιδευε: «Βρε μάνα, δεν έχω αδελφή»

Μέχρι που ήρθε στα λόγια της... «Εκεί στα 15 μου, μου άφησε πάνω στο κομοδίνο το Δεύτερο Φύλο της Σιμόν Ντε Μποβουάρ. Με χάραξε. Λάτρεψα τις γυναίκες ή μάλλον κατάλαβα τις γυναίκες, όσο μπορείς να τις καταλάβεις»

Θηλυκό και η δημοσιογραφία... 

«Δεν ξέρω στη ζωή μου άλλη δουλειά. Ενδεχομένως θα μπορούσα να είμαι και καλός ταξιτζής γιατί πιστεύω ότι την έχω την επικοινωνία. Οι γιαγιάδες θα με λατρεύανε. Δεν το λέω εγωιστικά, αλλά με την έννοια ότι πάντα με ενδιέφερε να αφουγκράζομαι αυτήν την κοινωνία»

 

-Πόσα χρόνια στη δημοσιογραφία;

«Αυτό δεν είναι καλή ερώτηση (γελάει). Από το 1968 ξεκίνησα νομίζοντας πως είμαι δημοσιογράφος στη Βραδυνή»

-Και τα χρόνια εκείνα; 

«Υπήρχε δέος. Εγώ έμπαινα στην εφημερίδα και τις υπόλοιπες εφημερίδες που πήγα στη συνέχεια και ένιωθα δέος. Ο Φιλιππόπουλος ο μακαρίτης στην Απογευματινή όταν έλεγε το όνομά του, σκεφτόμουν: σε μένα, are you talking to me; Όταν ήρθε η μεταπολίτευση, πήγα στην Καθημερινή. Εκεί ήταν κάτι σαν μεταπτυχιακό. Η Ελένη Βλάχου, διεύθυνση Μίμης Παπαναγιώτου, γνώρισα ανθρώπους αριστουργηματικούς οι οποίοι, μου έκανε εντύπωση τότε και το λέω και στα παιδιά μου, πως δεν έμπαιναν ποτέ μπροστά. Οι άνθρωποι από τη Χούντα και μετά ήταν φοβισμένοι κι έβαζαν εμάς τους πιτσιρικάδες μπροστά να μιλάμε, να κάνουμε τους καμπόσους»




-Τώρα; 

«Διαλέξαμε λάθος, διαλέξαμε να γίνουμε ιδεολογικοί στρατοί των αφεντικών. Ναι, προηγήθηκαν οι πολιτικοί και οι διαφημιστές. Το θέμα είναι ποιος προηγήθηκε; Πήραμε την καλύτερη δουλειά στον κόσμο, τη δημοσιογραφία και τη στρέψαμε ενάντια στον κόσμο. Αλλά, όμως, και πάλι ελπίζω στους δημοσιογράφους. Αυτοί έχασαν τους κανόνες, αυτοί πρέπει να τους επαναφέρουν. Εγώ ξέρω ότι μας μαθαίνανε πως η είδηση είναι ιερή και στο σχόλιο είναι ελεύθερο. Εδώ τώρα ξεκινάει ο άλλος με σχόλιο και δεν υπάρχει ένας προϊστάμενος να του πει: τι λες ρε παιδί μου; Πολιτική ανάλυση ή την είδηση: τι, που, πότε, πώς και γιατί, σου ζητήσαμε; Απλά δεν είναι τα πράγματα;» 

-Είναι αντιστρέψιμη αυτή η κατάσταση; 

«Θα μας ταλαιπωρήσει. Αφού αλλάζουνε τα πάντα, η δημοσιογραφία θα μείνει σταθερή; Θα αλλάξει. Το πρόβλημα το μεγάλο είναι τα fake news αλλά κι αυτά είναι μίμηση αυτού που έκαναν εφημεριδάδες και τηλεορασάδες, που κατασκευάζανε ειδήσεις. Αφού διδάχθηκαν τον τρόπο, σου λέει: α, ωραία, έτσι γίνεται, θα το κάνουμε»



-Δεν είναι καινούργιο φρούτο. 

«Τίποτα δεν είναι καινούργιο. Το γνωστό: ή υπουργείο μου δίνεις ή εφημερίδα βγάζω, το λέγανε στον προπερασμένο αιώνα, ο Δεληγιάννης νομίζω το είχε πει».


Για την ΕΡΤ 

«Πολύ φοβάμαι ότι δεν θα αλλάξει ποτέ γιατί κάθε εξουσία την θεωρεί ιδιοκτησία της. Στην ΕΡΤ πάντοτε θα υπάρχουν οι εργαζόμενοι και οι εγγεγραμμένοι. Εκεί είναι η ευθύνη του επαγγέλματός μας. 'Όλοι εμείς που κάναμε τους διευθυντές εκεί και τους παράγοντες, αυτό το πράγμα το πολεμήσαμε μερικώς και ουχί αποτελεσματικώς». 

-Περισσότεροι οι εγγεγραμμένοι από τους εργαζόμενους; 

«Όχι είναι λιγότεροι αλλά ξέρεις, αν στο άσπρο κουστούμι πέσει μια σταγόνα καφέ, φαίνεται»

-Το «μαύρο» της κυβέρνησης Σαμαράς; 

«Θύμωσα πολύ γιατί πάντα έλεγα ότι η δημόσια τηλεόραση είναι το πρόσωπο της χώρας. Πρέπει πρώτα να είναι δημόσια και δεύτερον -θες δεν θες - είναι ο ένας πόλος της ενημέρωσης. Τα ιδιωτικά ο άλλος πόλος, κάνουν τον στόχο τους, το κέρδος τους. Η κάθε κυβέρνηση δίνει εξετάσεις με την ΕΡΤ, δεν έχει τίποτε άλλο. Τον κυβερνητικό εκπρόσωπο και την ΕΡΤ. Που αλλού δίνει εξετάσεις αυτή η κυβέρνηση; Και υπάρχει ακόμη, εν έτη 2017, υπουργείο Τύπου; Τι είναι αυτά τα πράγματα; Είμαστε Αφρικανοί του κερατά»

-Ναι, αλλά γίνονται και προκλητικά πράγματα. 

«Βεβαίως. Ορμάς, διδάσκεις και παίρνεις τη χαντζάρα υπέρ του ήθους». -Μα την κλείσανε προκλητικά, θα έλεγα με εθνική αγένεια και την άνοιξαν πάλι δίχως να αλλάξουν κάτι. «Γι' αυτό λέω, όταν είσαι αποφασισμένος να είσαι αγενής, δεν σε κωλώνει τίποτα. Δώσε την μάχη σου. Έχασα κύριε! Προτιμότερο είναι να χάσεις και να σε καταπιούν τα θηρία. Δεν το κατεβάζεις μαύρο. Στη ζωή μας, δηλαδή, ό, τι δε μας αρέσει το κατεβάζουμε μαύρο; Κι εδώ που τα λέμε, γιατί στη Βουλή είναι σοβαροί άνθρωποι; Πόσοι από τους 300 παράγουν πολιτική; Καθόμαστε και διαπραγματευόμαστε την απόφαση της φτωχοποίησής μας και κάνουμε τους σοβαρούς; Κι εμείς ως τηλεθεατές, ως πολίτες, είμαστε σοβαροί; Έχει διαλυθεί η κάθε εργασιακή σχέση και μας πιέζουν ακόμη για τα εργασιακά! Ρε παιδιά, πάτε καλά; Τι διάολο συνεννόηση να κάνεις με τους δανειστές, δηλαδή τους εκβιαστές; Μέχρι και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας μας είπε ότι δεν υπάρχουν ταχύτητες στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και η Ευρωζώνη τι είναι; Εγώ την έκανα; Τόσες εκφάνσεις αυτού του διαχωρισμού πώς έγιναν; Μόνες τους; Από παρθενογένεση; Να είμαστε σοβαροί»

«Άλλαξε η εποχή, άλλαξαν οι σελίδες και πήραν κι άλλο χρώμα»


-Έχετε εργαστεί στο Mega. Πώς βλέπετε τις εξελίξεις με το κανάλι; 

«Όταν τελειώσει η περιπέτεια, θα μείνει η απληστία και η αδηφαγία των ιδιοκτητών. Το επάγγελμά μας περνάει κρίση, είναι υπέρ βέβαιον, αλλά όχι κι έτσι, όποιος δεν βγαίνει, δεν πληρώνει. Τι συζήτηση να κάνουμε; Το καημένο το κανάλι βγάζει λεφτά χωρίς ειδήσεις, χωρίς τίποτα. Βεβαίως κάποιοι πρέπει να πληρώσουν για τις λανθασμένες επιλογές των ενημερωτικών εκπομπών και κυρίως του δελτίου ειδήσεων που έγραφε από πάνω ειδήσεις και μόνον ειδήσεις δεν ήταν. Αυτό είναι το πρόβλημα. Και είναι σε όλο τον Τύπο. Πια, δεν κάνει ειδήσεις. Τις ειδήσεις δεν τις μαθαίνεις ποτέ, ούτε από κανάλι, ούτε από εφημερίδα. Ίσως από το ραδιόφωνο, το "συμβαίνει τώρα" και περισσότερο από το διαδίκτυο. Κι αυτό θα μας φάει, βέβαια, διότι το copy paste ή "πάστε" που λέει κι ο φίλος μας είναι δεδομένο. Κανείς δεν κάθεται να ασχοληθεί τι είναι είδηση και κυρίως να την διαχωρίσει»

-Παλιά γινόταν ρεπορτάζ, αλλά υπήρχαν και λεφτά.

«Δεν είναι θέμα χρημάτων»

-Δεν μπορεί, όμως... δεν πρέπει να πληρώνεται το ρεπορτάζ; 

«Βεβαίως, αστειεύεσαι; Και το καλό ρεπορτάζ και οι αποκλειστικότητες»

-Μα δεν πληρωνόταν, όμως, ποτέ τόσο... 

«Τώρα γίνεται το παγκόσμιο γεγονός στην πόρτα μας, στην αυλή μας, στη Μυτιλήνη, στη Χίο, στα νησιά. Έ, μη μου πεις ότι είναι πρόβλημα να στείλει κάποιος έναν σοβαρό δημοσιογράφο να κάνει δέκα μέρες ρεπορτάζ; Πόσο χρήμα θέλει; Και μη μου πεις ότι δεν υπάρχουν αναγνώστες». -Τότε γιατί συμβαίνει αυτό; «Διότι εδώ αλλάζουν τα πράγματα κι εμείς αντιστεκόμαστε σε μια ζωή που θα αλλάξει έτσι κι αλλιώς και το ξέρουμε, αλλά παρ' όλα αυτά έχουμε στυλώσει τα ποδαράκια μας. Δες τον πολιτικό μας κόσμο. Τι κάνει; Συζητάει για την φτωχοποίησή μας και περιμένει να συναινέσει και ο λαός. Ε, είναι δυνατόν; Κάποιοι αποφάσισαν αορίστως»

-Συναινεί, όμως, δια της αφασίας του; 

«Ναι, αφού πρώτα είδε να...» 

-Δια του φόβου του, μάλλον. 

«Ναι, δια του φόβου του, αυτό που λες είναι σωστό. Είδε κάποιους ανθρώπους να καίγονται στη Μαρφίν, σου λέει εδώ δεν είναι αστεία τα πράγματα, πήγε στην Πλατεία εκεί είδε άλλα πράγματα, μην τα συζητήσουμε γιατί είναι αυτονόητα. Μετά από μία δεκαετία είναι όλα υπό αμφισβήτηση. Τι να του πεις τώρα; Δες το παράδειγμα που λέω πάντα, κανείς δεν εμπνέει κανέναν. Πριν από δεκαπέντε χρόνια υπήρχαν άνθρωποι που τους ακολουθούσες, τους θαύμαζες, έπαιρνες τη σκέψη τους και την επεξεργαζόσουν, έλεγες αυτό μου αρέσει σαν τρόπο ζωής. Και ξαφνικά έρχεται το life style και τα ισοπεδώνει όλα».



-Υπήρχε, όμως, και άλλου είδους σεβασμός απέναντι στους ανθρώπους. 

«Βεβαίως. Η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα; Δες, γκρινιάζαμε πριν πολλά χρόνια για τους πνευματικούς ανθρώπους, τώρα γιατί σταματήσαμε να γκρινιάζουμε; Τώρα δεν χρειάζονται οι πνευματικοί ταγοί; Κανείς δεν έχει καμία πρόταση; Είχε ο Κωστόπουλος για το life style και δεν έχει ένας πνευματικός άνθρωπος για την αληθινή ζωή;» 

-Έχει; 

«Έχει, δεν μπορώ να πω ότι δεν έχει. Είναι σαν τις ευθύνες. Όταν έχουν όλοι ευθύνη είναι σα να μην υπάρχει κανένας. Πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε αυτό. Γράφονται βιβλία, όλοι έχουν να διηγηθούν μια ιστορία. Και τι γίνεται; Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις την καλή ιστορία. Γι' αυτό λέω για τους πνευματικούς. Πάντα τους έχω στο μυαλό μου. Ίσως είναι μία εμμονή μου, αλλά περιμένω. Δες ο κόσμος. Περιμένει πάλι από σωτήρες. Ο σωτήρας είναι μέσα σου». 

-Είναι, όμως, και μια συνήθεια αυτή ε; Το να περιμένεις από κάπου αλλού. 

«Η αυτογνωσία όμως δεν...» 

-Ένα θαύμα να γίνει. 

«Κι εγώ πιστεύω στο Τζόκερ, αλλά υποπτεύομαι ότι κάτι δεν πάει καλά. Γελάω με τον "ελπιδοπώλη" μου, του λέω: "μπορείς να μας πουλήσεις δέκα ευρώ ελπίδες"; Με ρωτά: "για πόσο;" Του λέω: "Μέχρι την Κυριακή, την Πέμπτη. Πότε είναι η κλήρωση;" Αυτό δεν αγοράζεις; Πάντα περιμένουμε. Και υπό μία έννοια, ενδεχομένως να είναι και σωστό. Περιμένεις έναν ηγέτη. Σε όλα τα πράγματα, δουλειά χωρίς ηγεσία δεν γίνεται. Δεν την κατακαημένη την Ευρώπη. Είπαμε να πεθάνει, αλλά όχι εξευτελιζόμενη. Αν πρόκειται να διαλυθεί, διαλύστε την με αξιοπρέπεια βρε παιδί μου. Όχι χωρίς αξιοπρέπεια». 

Περί αστικής ευγένειας 




-Αυτή η ιδιαίτερη αστική ευγένεια που σας διέκρινε και σε hot χρόνια της δημοσιογραφίας, όχι δήθεν αστική ευγένεια που πλεονάζει πια στα δημόσια πρόσωπα της τηλεόρασης, πόσο εύκολο ήταν να την προστατέψετε, δίχως να «εξαϋλωθεί» από τις καταστάσεις; 

«Στη ζωή μου δεν κάνω κάτι που δεν το πιστεύω. Η αστική ευγένεια είναι ένας μοχλός, ένα κλειδί. Μπορεί να σε διασώσει από πάρα πολλά πράγματα και πιστεύω βαθιά μέσα μου ότι όλα τα παιχνίδια πρέπει να παίζονται με κανόνες. Η αστική ευγένεια έχει κανόνες. Εάν δεν θέλεις, τους παραβιάζεις, αλλά η βασική αρχή είναι ότι πρέπει να παίξεις με τους κανόνες. Το πρέπει δεν είναι γενικό και αόριστο. Πρώτα πρώτα υπάρχουν για να σε διασώσουν. Δεν είναι θέμα ευγένειας, είναι θέμα ουσίας. Κάνουμε μια δουλειά στην τηλεόραση που απλώς είμαστε η βιτρίνα, δεν κάνουμε τίποτε φοβερό και μαγικό. Μια μέρα στο ραδιόφωνο - το οποίο λατρεύω - είχα καλεσμένο τον Μίμη Πλέσσα. Του έλεγα πως όταν ήμουν παιδί άκουγα στο ραδιόφωνο μία εκπομπή γνώσεων που δίδασκε ευγένεια, τρόπους και συμπεριφορές. Μου αρέσουν οι άνθρωποι που ξέρουν να συμπεριφερθούν. Ξεχωρίζουν μπροστά στη γενική εικόνα». 

-Τώρα υπάρχει και μία ψευδεπίγραφη μαγκιά. 

«Δεν είναι μαγκιά... Στην κοπελίτσα σου, αυτή που σου αρέσει, αν δεν της ανοίγεις την πόρτα, δεν είναι θέμα μαγκιάς. Κανένα αγοράκι δεν το κάνει. Εγώ αν δω τον γιο μου να μην της ανοίγει την πόρτα, θα ορμίσω εκείνη την ώρα και θα του κάνω χαλάστρα, θα του πω φίλε δεν πας καλά. Ή το έχεις ή δεν το έχεις. Κανείς δε δίνει σημασία για το αν το' χει. Και θα' ναι χειρότερα γιατί εκπαιδεύονται νέες γενιές ότι αυτό είναι το φυσιολογικό, αυτό που λέμε μαγκιά. Εντάξει, το κοροϊδεύουμε το μελό και τους λόρδους με τις ρεντικότες, αλλά βρε διάολε θα πάμε στην άλλη άκρη του γκρεμού; Θα βάλεις τα χέρια στην τσέπη και θα πεις: ρε συ γυναίκα ήρθες;» 

«Αυτόν θα βγάλουμε που δεν τον ξέρει ούτε η μάνα του;»


«Με τη βοήθεια του Γιώργου Λακόπουλου έφερα μια μέρα στο στούντιο της ΕΡΤ τον πατέρα της Θεωρίας του Χάους, τον Ιλια Πριγκοζίν, κι έκανα μία συνέντευξη όπου ενθουσιάστηκα με αυτόν τον επιστήμονα. 'Όταν την άλλη μέρα πήγα να κοιτάξω τις τηλεθεάσεις και είδα 0,9%! Ξάπλωσα κάτω και δεν μπορούσαν να με συνεφέρουν!!! Πίστευα ότι είχα κάνει μία από τις καλύτερες συνεντεύξεις μου. Ο άνθρωπος φεύγοντας μου είπε: "Έχω δώσει πολλές συνεντεύξεις αλλά αυτή, πραγματικά κύριε Αλέπη, την ευχαριστήθηκα". Ένας επιστήμονας παγκοσμίου κύρους να σου λέει αυτό και να το έχει δει το 0,9% (!) του πληθυσμού δεν είναι απογοήτευση, είναι για γέλια. Έκτοτε κατάλαβα ότι ακόμα κι ένα καλό βιβλίο να γράψεις, πρέπει να υπάρχουν καλοί αναγνώστες». 



-Αυτό το πράγμα με τις τηλεθεάσεις είναι εκπληκτικό. 

«Έχουν χτιστεί καριέρες τι λες τώρα;» σ.σ., στο σημείο αυτό μου αναφέρει τις αντιδράσεις ενός παλιού του συνεργάτη στην τηλεόραση όταν συζητούσαν ποιον θα φέρουν καλεσμένο. Του έλεγε ο συνεργάτης του: «Ποιον θα φέρουμε; Αυτόν δεν τον ξέρει ούτε η μάνα του!» (γελάει). 

-Η μεγαλύτερη πίκρα που σας έχει αφήσει αυτή η δουλειά; 

«Αυτή η μεταλλαγή. Πήραμε την καλύτερη δουλειά στον κόσμο, το πίστευα και το πιστεύω, και τη στρέψαμε ενάντια στον κόσμο. Χάσαμε το παιχνίδι. Είναι η έννοια της απώλειας. Θα σου διηγηθώ ένα περιστατικό από τον καιρό που έκανα τηλεόραση, για το οποίο ντράπηκα πολύ: τελειώνω την εκπομπή και πάμε με μία παρέα να φάμε. Με γνωρίζει ο μαγαζάτορας. Α, λέει, ο Κύριος Αλέπης! Βλέπω ότι ήταν γεμάτα τα τραπέζια. Και πάει ο αχρείος και σηκώνει ένα ζευγαράκι που καθόταν. Αχ Γεωργία, ήθελα να θαφτώ δώδεκα μέτρα κάτω από τη γη. Φυσικά δεν ξαναπήγα ποτέ στο μαγαζί του! Ναι ρε γαμώτο, αυτός ο πληθυσμός δεν πρέπει κάποια στιγμή να πάρει τις ευθύνες του, να σοβαρέψει, να διαβάσει, να αποκτήσει συμπεριφορά; Με ρώτησες για την αστική ευγένεια. Η αστική ευγένεια είναι ένα κλειδί που σε προφυλάσσει από τέτοια πράγματα. Θα θυμηθώ τον Καραγάτση που έλεγε: η χώρα που γέννησε το μέτρο πώς διάολο αρέσκεται σ' αυτές τις υπερβολές, δεν μπορώ να καταλάβω. Και είχε δίκιο. Αρέσκεται. Την επιδιώκει την υπερβολή. Το βλέπεις παντού. Κι εμάς μας βόλεψε η υπερβολή του κερατά παντού. Σου λέω, είχαμε την καλύτερη δουλειά και φτύσαμε τον κόσμο, τον φτύσαμε...» 

Η καταγωγή του είναι από την Αερόπολη Λακωνίας. 

«Αυτό που θα σου διηγηθώ είναι για γέλια και για κλάματα. Βρισκόμαστε στη δεκαετία του '60. Πηγαίνουμε με τον πατέρα μου στη Μάνη για να πάρουμε της αδελφής του τα κορίτσια (μεγάλωναν και τα παρέδιδε στο Θείο για να τα φροντίσει και να τα σπουδάσει. Τρία κορίτσια έχουν μεγαλώσει σπίτι μου και με τη βοήθεια της μάνας μου, σπουδάσανε, έκαναν οικογένειες). Την πρώτη φορά που πήγα στη Μάνη -εγώ δεν μεγάλωσα εκεί - η αδελφή του πατέρα μου είχε στρώσει τραπέζι για τρεις: τον άντρα της, τον αδελφό της κι εμένα τον μικρό Παυλάκη. Για τους άντρες μόνον! Οι τέσσερις γυναίκες ήταν όρθιες! Εκεί είδα τον πατέρα μου να αγριεύει και να λέει: "Στρώσε κι άλλα σερβίτσια αμέσως" Εμένα αυτό με χάραξε. Που ζούνε αυτοί; Ευτυχώς τώρα δεν είναι έτσι». 

Νιώθει πολύ περήφανος για την καταγωγή του. 

«Η επανάσταση ξεκίνησε από εκεί που κατάγομαι, από το εκκλησάκι των Ταξιαρχών. Στις 17 Μαρτίου πήγαν οι οπλαρχηγοί και απελευθέρωσαν τη μεγάλη πόλη, την Καλαμάτα. Και τότε ξύπνησε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και είπε: Ρε παιδιά, εδώ κάτι γίνεται. Μεγαλύτερος απατεώνας και γυναικάς από τον Παπαφλέσσα, δεν υπήρξε. Αλλά άντε πες σ' ένα παιδί, μην πιστεύεις τίποτα, αλλιώς είναι η ιστορία. Πώς θα του το πεις; Τους λέμε παραμύθια και εθίζουμε τα παιδιά στο παραμύθι. Ήταν οι Κλέφτες και οι Αρματολοί. Αλλά οι Κλέφτες δεν ήταν ακριβώς κλέφτες. Ακριβώς. κλέφτες και παλιοκλέφτες ήταν. Δηλαδή, τι να πεις στο παιδί, ότι ήρθαν να πλιατσικολογήσουν οι Στερεοελλαδίτες στην Πελοπόννησο το '24. Εγώ τη συνέχεια του Ελληνισμού την σκέφτομαι ως εξής: είναι δύο παιδιά και παίζουν στην παραλία. Βρίσκει το ένα, ένα καβούρι στα βράχια και ρωτάει το άλλο: πέθανε; Όχι, του απαντά, ψυχομαχάει. Και λέει ο Ζακ Λακαριέρ, αυτή η λέξη έρχεται κατευθείαν από τον Όμηρο. Εμένα με συγκινεί αυτό. Κάτι γίνεται λάθος ρε παιδιά, ψοφάμε για διχασμό, ψοφάμε. Δηλαδή τι να βγω να πω ότι δεν είναι Εθνικιστής; Για ποιο Έθνος; Γι' αυτό; Ε όχι, δεν μου αρέσει και δεν μου άρεσε και ποτέ κανένας λαός που πιστεύει πως είναι περιούσιος».


































You May Also Like

0 comments

Το μήνυμα σας