Κομπάρσος ή Πρωταγωνιστής;

by - Μαρτίου 18, 2014



Η αποδοχή από τους άλλους είναι μια ανάγκη που έχουμε όλοι μας. Όπως κι η αποδοχή από τον εαυτό μας. Το θέμα είναι τι κάνουμε όταν αυτά τα δύο έρχονται σε σύγκρουση...












Γράφει η Αγγελική Πλουμά
Η αποδοχή των άλλων: μια τρυφερή κουβέντα, ένα μπράβο από καρδιάς, μια ζεστή αγκαλιά που μας μαλακώνει, μας ησυχάζει, μας ενθαρρύνει. Πότε όμως αυτή η αποδοχή γίνεται τροχοπέδη; Όταν βγαίνει από το παρασκήνιο, από το να είναι δηλαδή μια θετική συνέπεια της πορείας που βασίζεται στα βαθύτερα αιτήματα της καρδιάς μας και μπαίνει στο προσκήνιο, γίνεται δηλαδή αυτή το βασικό μας κίνητρο, γίνεται αυτή που καθορίζει τις πράξεις μας, γίνεται αυτή ο πρώτος παράγοντας που εξετάζουμε για να πάρουμε την άδεια να κάνουμε ή να μην κάνουμε κάτι. Με λίγα λόγια όταν η αποδοχή από τους άλλους γίνεται από κομπάρσος πρωταγωνιστής.

Πριν από χρόνια, ήθελα να χτίσω ένα καλύβι – έτσι λέμε τα χωριάτικα σπίτια στο νησί μου. Είχα βρει τρόπο να το κάνω μέχρι που κάποιος δικός μου άνθρωπος περιγέλασε το σχέδιό μου και μου είπε: είσαι κορόιδο. Και τον πίστεψα. Τον άκουσα κι αντί να βάλω μπροστά το δικό μου σχέδιο, έβαλα αυτό που με είχε εκείνος ορμηνέψει. Το σχέδιο απέτυχε. Είναι σίγουρο ότι το δικό μου θα πετύχαινε; Όχι… αλλά τουλάχιστον, αν το ακολουθούσα, θα είχα μια καταδική μου αποτυχία! Και δυστυχώς οι αποτυχίες είναι πάντα επίπονες αλλά η διαφορά είναι, πως, από τις δικές μας μαθαίνουμε και πέντε πράγματα για να πάμε παρακάτω.

Υπάρχει μια πυρηνική ερώτηση που είναι καλό να κάνουμε όλοι στον εαυτό μας: Σε ποιόν δίνω λογαριασμό για τη ζωή μου; Ή να το πούμε αλλιώς. Ποιανού την άδεια περιμένω για να καταπιαστώ με τα όνειρα μου; Αν κάποια στιγμή βλέπαμε τη ζωή μας από το τέλος προς την αρχή ποια θα ήταν τα πράγματα που θα θέλαμε να δούμε, θα θέλαμε να 'χουμε κατορθώσει; Ζόρικη ερώτηση αλλά χρήσιμη πολύ.

Η Elisabeth – Kubler Ross μια γιατρός με όλη τη σημασία της λέξης που αφιέρωσε τον εαυτό της στο να βοηθήσει ανθρώπους που βρίσκονταν στο χείλος του θανάτου στο βιβλίο «Μαθήματα Ζωής» που συνέγραψε με τον David Kessler λέει: «Φέρτε στο μυαλό σας ανθρώπους που προσπαθούσατε να ικανοποιήσετε πριν 10 χρόνια...πού είναι τώρα; Πιθανόν να μην είναι καν κομμάτι της ζωής σας... Πάρτε πίσω τη δύναμή σας... διαμορφώστε εσείς την άποψη για τον εαυτό σας... είναι η δική σας ζωή...». Η θέση της μετράει πολλαπλασιαστικά γιατί έχει δει «το τέλος του έργου» για πολλούς ανθρώπους.

Όταν δουλεύω με άτομα που θέλουν να ανακαλύψουν και να υποστηρίξουν αυτό που πυροδοτεί το πάθος στη ζωή τους, το ταλέντο τους συγκεκριμένα, το πρώτο σοβαρό εμπόδιο που συναντάμε τις περισσότερες φορές, είναι η σύγκρουση μεταξύ αυτού που επιτάσσει η δική τους βαθιά επιθυμία και αυτού που οι άλλοι (βλέπε γονείς, σύντροφοι, φίλοι ή απλοί περαστικοί από τη ζωή τους) τους έχουν πει ότι είναι εφικτό και «καλό» γι αυτούς. 

Πολλές φορές, για τους άλλους, οι επιθυμίες της δικής μας ψυχής και υπόστασης είναι «ανέφικτες» για ένα σωρό λόγους π.χ. επειδή είμαστε γυναίκες (ή είναι άντρες), επειδή στην οικογένεια μας δεν κάνουμε (ή κάνουμε) τέτοια επαγγέλματα, επειδή είμαστε πολύ μεγάλοι (ή πολύ νέοι), επειδή είμαστε (ή δεν είμαστε) από χωριό, επειδή θα γελοιοποιηθούμε, επειδή «θα μείνουμε στην ψάθα» και η λίστα δεν έχει τέλος. 

Εμείς «ξέρουμε» ότι αυτή η επιθυμία μας γεμίζει ζωή κι ενέργεια, μας κάνει να χαμογελάμε, μας κάνει να θέλουμε να καλυτερεύσουμε τον εαυτό μας και τον κόσμο, να μοιραστούμε τις δημιουργίες μας με τους άλλους αλλά τι γίνεται αν αυτοί, «οι άλλοι», δεν συμφωνούν; Τι κάνουμε; Ποια φωνή θα ακούσουμε; Τη φωνή των πολλών που συχνά είναι ουρλιαχτό ή την σιγανή αλλά συνεχή φωνή του εαυτού μας που μπορεί καμιά φορά να χαμηλώνει αλλά ποτέ δεν σωπαίνει;


Όταν ήμουν μικρή, στο νησί δεν υπήρχαν πολλές τηλεοράσεις κι έτσι οι άνθρωποι συνήθιζαν να κάνουν αυτό που λέμε «βεγγέρες». Μικροί, μεγάλοι καθόμασταν τα καλοκαιρινά βράδια στα σκαλιά ενός σπιτιού και μιλούσαμε «για τα πάντα». Μέσα σ αυτά «τα πάντα» εξέχουσα θέση είχε η κριτική για τις ζωές των άλλων. Υπήρχαν «οι καλοί χριστιανοί», «οι καλοί οικογενειάρχες», «οι καλοί πατριώτες» και «οι διαφορετικοί». Αυτοί που πήγαιναν «κόντρα» στις παραδόσεις και τολμούσαν να χαράξουν και να ακολουθήσουν το δικό τους δρόμο. Αυτοί που έκαναν τις γιαγιάδες να φρίττουν, να σταυροκοπιούνται και να φτύνουν στο κόρφο τους. Θυμάμαι σκεφτόμουν, τότε, ότι τουλάχιστον αυτοί «οι διαφορετικοί» είχαν πιο ενδιαφέρουσες ζωές. Πιο δύσκολες αλλά πιο ενδιαφέρουσες. Κι όταν τολμούσα να το πω, με κοίταζαν όλες με κείνη τη λοξή ματιά που αργότερα θα βλεπα πολύ συχνά στη ζωή μου με την επωδό «σώπα, εσύ είσαι μικρή, δεν ξέρεις».

Ακόμα και σήμερα, κάθε φορά που κάνω ένα βήμα, ένα βήμα μη συμβατικό, ένα βήμα διαφορετικό, αυτό που με βοηθάει είναι να σκέφτομαι, να στηρίζω και να έρχομαι σε επαφή με την αναζωογονητική αίσθηση εκείνου του μικρού παιδιού που τελικά «ήξερε». Ήξερε πολύ καλά!


Μαζί με την ευγνωμοσύνη σε κάθε τέτοιο βήμα έρχεται κι ένας άλλος απόηχος. ‘Ένας ήχος stop μαζί με τη «ρητορική» ερώτηση. «Μα τι είναι αυτά; Τι θα πεί η γειτονιά; Τι θα πει ο κόσμος;». Και τότε όλες εκείνες οι μαυροφορεμένες θείες και γιαγιάδες ζωντανεύουν ξανά μπροστά μου, τείνουν το δάχτυλο και με κανοναρχούν τα «δέοντα». Κι είναι σαν να ακούω τα λόγια τους.

Η κάθε μια τους, χωριστά, ήταν μια αγαπημένη και υποστηρικτή φιγούρα. Εκεί, όμως, στα σκαλιά της γειτονιάς η ατομική φιγούρα θάμπωνε και όλες μαζί δημιουργούσαν τη μορφή «της κοινής λογικής». Που επειδή είναι «κοινή» αφήνει απέξω την ατομικότητα. Και όλες αυτές εκπέμπουν τη βουή της γειτονιάς. Μια βουή που σκεπάζει πολλά ατομικά θέλω.

Μέσα στα χρόνια, κάποια από αυτά τα ατομικά θέλω αποδείχτηκαν πολύ ισχυρά και μπόρεσαν, όντως, να χαράξουν το δρόμο τους. Άλλα άκουσαν τις ιδιότυπες σειρήνες «της γειτονιάς» και «κόλλησαν». Αλλά όλα μου 'μαθαν τούτο το πολύτιμο μάθημα της κρίσιμης απόφασης… Της απόφασης για το αν θα παραμείνω «πρωταγωνιστής», αν θα κρατήσω το ρόλο που μου δόθηκε σ' αυτή τη ζωή και θα παίξω το έργο του δικού μου ονείρου ή θα οπισθοχωρήσω ντροπαλά στα παρασκήνια για να χλευάσω ή να χειροκροτήσω τα έργα των άλλων!

You May Also Like

0 comments

Το μήνυμα σας