Μαρία Λαμπαδαρίδου - Πόθου: «Η ποίηση είναι πράξη αντίστασης»

by - Δεκεμβρίου 03, 2013

Μεγάλο χάρισμα να μπορεί ένας άνθρωπος να εκφράσει τα σώψυχά του και να θεραπεύει κι άλλες ψυχές. Τα κείμενα της συγγραφέως Μαρίας Λαμπαδαρίδου - Πόθου αυτή τη δύναμη έχουν.
















Γράφει η Αιμιλία Πανταζή


Προσκεκλημένη από τη λέσχη ανάγνωσης στην οποία είμαι μέλος. Την περιμένουμε με ανυπομονησία. Μας χαιρετά εγκάρδια έναν προς έναν. Η φωνή της έχει μια νεανική χροιά. Η ωριμότητα των χρόνων της της προσδίδει μιαν αξεπέραστη γοητεία. Απέριττα ντυμένη, βγάζει το σπορ μπουφάν της, κάθεται ανάμεσά μας. Έχει έρθει να μας χαρίσει τα Φθινόπωρα της ψυχής της…

Λάτρης της ελληνικής γλώσσας και ιστορίας, μας μιλά με πάθος για όσα την έχουν πικράνει: «Η γλώσσα είναι η ραχοκοκαλιά του πολιτισμού μας. Αυτή τον κρατάει όρθιο στις παλίρροιες των χιλιετιών. Και η συρρίκνωση της γλώσσας, όπως έγινε τις τελευταίες δεκαετίες, είχε ως συνέπεια και την έκπτωση του πολιτισμού. Όμως πολιτισμός δεν είναι τα όσα έτοιμα μας έχουν παραδοθεί. Πολιτισμός είναι η αντίληψή μας για τον πολιτισμό.
Και ίσως από εκεί να απορρέει η απαξία.» 

Της θυμίζουμε γραφόμενά της στο περιοδικό Ευθύνη, τον Δεκέμβριο του 2001.
«Όσο θα υπάρχει ένας Έλληνας ή ένας Ελληνιστής στα πανεπιστήμια του κόσμου, που θα ανασύρει από τις βιβλιοθήκες τον Αριστοτέλη ή τον Σοφοκλή, τον Διονύσιο Σολωμό ή τον Οδυσσέα Ελύτη, η ελληνική γλώσσα θα παραμένει ακέραια και ζωντανή και ενιαία στη διαδρομή του ενιαίου ελληνικού πολιτισμού.» Μετά δώδεκα χρόνια επαναλαμβάνει μπροστά μας με θέρμη: «Ναι, το πιστεύω. Το πιστεύω.»



Όρισε τι είναι ο συγγραφέας.



«Δεν είναι πια ο αμέριμνος προσκυνητής της ομορφιάς. Αποτελεί τη συνείδηση μιας νέας ηθικής που θα αντιταχθεί στη βία των ταραγμένων καιρών που ζούμε. Κι αν ακόμα το έργο μας είναι μικρό, το χρέος μας παραμένει μεγάλο.»


Το έχουμε καταλάβει όλοι πια. Η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου ξέρει να αντιστέκεται με το δικό της, ξεχωριστό τρόπο: Ο γλαφυρός και ποιητικός λόγος της, η ταπεινότητα της ευαίσθητης, γυναικείας της υπόστασης, η γλυκύτητα του βλέμματός της που έχει λες διαποτιστεί από πληγές για να ανδρωθεί, οι λέξεις που αβίαστα αφήνει να ρέουν στην συνάντησή μας, όλα θαρρείς και κοινωνούν μαζί μας την εξαίσια, ανθρώπινη αντίστασή της.

Έχουν εκδοθεί δέκα επτά μυθιστορήματά της, έντεκα ποιητικές συλλογές, διηγήματα και δύο βιβλία δοκιμίου. Το νέο της μυθιστόρημα, «Η δίψα με καίει εμένα και χάνομαι» πρόσφατα άρχισε το ταξίδι του. Θεατρικά έργα της έχουν παιχτεί στην Ελλάδα, Εθνικό Θέατρο και ελεύθερες σκηνές, καθώς και στο εξωτερικό. Το θεατρικό «Γυάλινο Κιβώτιο» διδάχτηκε στη Σορβόννη, ενώ τα βιβλία της έχουν τιμηθεί με τα βραβεία: «Της Ομάδας των Δώδεκα» (1966) για το σύνολο του έργου, της Ακαδημίας Αθηνών (1987) για το ιστορικό μυθιστόρημά «Η Μαρούλα της Λήμνου», και του Ιδρύματος Ουράνη (1993) για το μυθιστόρημά «Με τη Λάμπα Θυέλλης.» Επίσης, το θεατρικό έργο «Πλωτός Χρόνος» τιμήθηκε με το δεύτερο βραβείο του Κρατικού διαγωνισμού θεάτρου το 2000.Η ποιητική συλλογή «Μυστικό Πέρασμα» προτάθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού για το Αριστείο της Ευρώπης το 1991.




«Πολυγραφότατη είστε!» τη θαυμάσαμε. «Να έγραφα λιγότερα. Να αφιέρωνα χρόνο και σε άλλα ενδιαφέροντά μου», μας εκμυστηρεύεται και αγγίζει το εξώφυλλο του βιβλίου της, «Πήραν την πόλη. Πήραν την.»


«Στέρεψαν τα μάτια μου από το κλάμα για να το γράψω.»

Μας περιγράφει το πάτωμα του δωματίου της. Ήταν καλυμμένο με ορθάνοιχτους τόμους βιβλίων, αναγκαίους συνοδοιπόρους της στην ιστορική έρευνα που απαιτούσαν τα ασημένια πολυκάνδυλα της Αγιάς Σοφιάς, και ο πολυφίλητος Αυτοκράτορας.



Ο χρόνος κύλησε τόσο γρήγορα που δεν προφτάσαμε να μιλήσουμε για τα παιδικά της χρόνια στη Λήμνο. Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως και να το απέφυγε. Είχε μιλήσει παλαιότερα για τη γενέτειρά της: «Όταν έφυγα από τη Λήμνο, και αφού είχα ζήσει εκεί μια τραυματική παιδική και εφηβική ηλικία, κατάλαβα αυτό που είπε ο Ρίλκε, πως: Οι τόποι όπου ονειρευτήκαμε παιδιά, οι τόποι όπου ζήσαμε την πρώτη μοναξιά μας, τον πρώτο μας πόνο, δένονται παράφορα με τον χρόνο της ωριμότητας. Και επιστρέφουμε νοερά σ' αυτούς για να ξεκουραστούμε.»

Προσπαθώντας να μας μιλήσει για το πως γεννιέται και τι σημαίνει η ποίησή, μάς αφηγήθηκε μια δική της εμπειρία...

«Σε έναν κάμπο της Λήμνου, μια μαυροντυμένη γυναίκα μάζευε φασολάκια και ντομάτες στο πανέρι της και παραμιλούσε. Την πλησίασα, της μίλησα μα εκείνη με αγνόησε. Μονολογούσε και μοιρολογούσε το χαμό του γιου της. Μπρος στα μάτια μου ένα δημοτικό τραγούδι γεννιόταν. Η ανώτατη ποίηση! Κράτησα στη μνήμη μου κείνους τους στίχους:

"Τριανταενός ήταν χρονώ και έφεγγε σαν τον ήλιο
Έλαμπε σαν αυγερινός
Και μένα που με βλέπεις, είμαι η έρμη η μάνα του
Διάβηκε και σκοτείνιασε ο ήλιος και τα αστέρια... ..."

Μάνα. «Μάνα που γέννησε και μάνα που δεν γέννησε.»
Πρόσωπο που παραμένει πάντα παρών. Σημάδι, που ανασαίνει στον κόρφο του συγγραφικού της έργου. Τόσο πελώρια η ύπαρξή του, που χωρά όλες τις γυναίκες.

Η λήθη σαν να μην την αγγίζει. Θυμάται με συγκίνηση τα γράμματα που της έχουν στείλει όλα αυτά τα χρόνια. Κι είναι πάρα πολλά.



«Όταν μετάφραζα το δοκιμιακό βιβλίο του Samuel Beckett (με τον οποίον διατηρούσε πολύχρονη αλληλογραφία) "Η εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης", βίωνα περίοδο πένθους. Μια γυναίκα που διάβασε εκείνο το βιβλίο,  μού έστειλε μια επιστολή λέγοντάς μου πως ξεπέρασε το δικό της πένθος μέσα από το κείμενό μου. Μια άλλη, νοσοκόμα στη Λέρο, μου έγραφε πως κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί διάβαζε ένα συγκεκριμένο απόσπασμα από βιβλίο μου. Της έδινε κουράγιο να συνεχίσει… »

Αλλά έτσι είναι. Οι μυστικές διαδρομές των κειμένων της πορεύονται από την ψυχή προς την ψυχή. Όσοι έχουμε αναγνώσει τα βιβλία της, το γνωρίζουμε.


«Σε όλα τα βιβλία μου, πέρα από την ανθρώπινη περιπέτεια, την υπαρξιακή, των προσώπων που έπλασα, εκείνο που ζητούσα ήταν να βρω το νόημα που κρύβει το μυστήριο της ύπαρξης. Να βρω ποιο είναι αυτό το μεταφυσικό όνειρο που οδηγεί τη ζωή μου στις μέσα αλήθειες.»… … «Πάντα κάτι με πονάει όταν τελειώνω ένα βιβλίο! Όταν αποχωρίζομαι τα πρόσωπα που έπλασα και έγιναν δικά μου, έγιναν αίμα και ψυχή μου.». 

Ζει σε μια αλληλένδετη πορεία με την αγωνία και ως συγγραφέας και ως άνθρωπος.

«Πώς καμιά φορά ονειρευόμαστε πως κάτι σημαντικό γίνεται έξω από το σπίτι μας και πρέπει να βιαστούμε, αλλά δεν μπορούμε μέσα στο όνειρο να δέσουμε το κορδόνι στο παπούτσι μας ή να κουμπώσουμε το ρούχο μας, και γι’ αυτή την ασήμαντη λεπτομέρεια, ξέρουμε πως χάνουμε κάτι σπουδαίο, χάνουμε αυτό το συνταρακτικό που συντελείται κάπου έξω από το σπίτι μας, κάπου έξω από τη ζωή μας, σ’ εκείνη την άλλη πραγματικότητα που μας διαφεύγει, που ολοένα γλιστρά και χάνεται όπως το ουσιώδες, όπως αυτό που είναι το νόημα και η αλήθεια της ζωής μας, και η αγωνία μεγάλη.» 

Η ποίηση ήταν πάντα το δομικό υλικό των μυθιστορημάτων της. Θεωρεί πως η λογοτεχνία είναι οικουμενική.


«Η λογοτεχνία από την ίδια τη φύση της είναι αυτογνωσιακή και αντιστασιακή. Η ποίηση είναι πράξη αντίστασης και όταν ακόμα είναι ποίηση υπαρξιακή ή μεταφυσική. Ποίηση είναι το περπάτημα της ψυχής πάνω στην άβυσσο.» 



Και κείνης, η πρώτη σκέψη κάθε πρωί – ίσως για να τη βοηθήσει να πει την πρώτη καλημέρα, ο στίχος του Ελύτη: «Κι όταν ακόμα θα σ' έχουν εξοντώσει - ο κόσμος θα είναι ωραίος εξαιτίας σου.» Αναλογίζομαι. Τα δώρα της στα δικά μας πρωινά της ζωής;
«Όλες τις αστροφεγγιές που αξιώθηκε, κι εκείνα τα δωρεάν φθινόπωρα, τα πρωτοβρόχια της αγάπης, τη θέα του Αμίλητου… τα περπάτησε και μας τα επιστρέφει απλόχερα μέσα από τα υπέροχα κείμενά της.»

You May Also Like

0 comments

Το μήνυμα σας