Στις 30 Ιανουαρίου 1889 στο Μάγιερλινγκ ο διάδοχος της Αυστρίας Ροδόλφος αυτοκτονεί μαζί με την ερωμένη του Μαρία Βετσέρα, δίνοντας και την χαριστική βολή στην παραπαίουσα χιλιετή αυτοκρατορία των Αψβούργων.
Γράφει η Κάτια Κατιμερτζή
Αφήνει πίσω του την άχαρη και πανάσχημη σύζυγό του Στεφανί και την εξάχρονη κόρη του Ελισάβετ( Έρτζι). Αυτό το κοριτσάκι είχε το όνομα της διάσημης γιαγιάς της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ, από την οποία είχε κληρονομήσει το παρουσιαστικό και το χαρακτήρα της.
Παρόλο που έχασε τον πατέρα της σε μια τρυφερή ηλικία και παρόλο που είχε μια μητέρα ψυχρή και αντιπαθή στην αυτοκρατορική οικογένεια, η παιδική της ηλικία κύλισε ανέμελα και ονειρικά.
Την κηδεμονία της ανέλαβε ο παππούς της ,για τον οποίο ήταν πάντα το πιο αγαπημένο και χαϊδεμένο του εγγόνι. Δεν υπήρχε επιθυμία της που ο σκληρός κατά τα άλλα Φραγκίσκος Ιωσήφ δεν εκπλήρωνε άμεσα. Η γιαγιά της, Σίσσυ δεν ήταν το ίδιο εκδηλωτική συναισθηματικά, αλλά ήταν γεγονός πως την αγαπούσε πιο πολύ από τα άλλα της εγγόνια. Στη διαθήκη της τής άφησε ολόκληρη την προσωπική της περιουσία.
Σύντομα η ενοχλητική και αδιάφορη μητέρα εξαφανίστηκε από το προσκήνιο, αφού παντρεύτηκε για δεύτερη φορά έναν Ούγγρο κόμη και έφυγε από τη Βιέννη, αφήνοντας πίσω την κόρη της και την απόλυτη περιφρόνηση της υπόλοιπης οικογένειας.
Η Έρτζι μεγάλωσε παραχαϊδεμένη με μια προσωπικότητα σαγηνευτική, αλλά συνάμα εκρηκτική. Από τη φημισμένη γιαγιά είχε κληρονομήσει την περιφρόνηση για τους τύπους της αυτοκρατορικής αυλής, ενώ από τον πατέρα της το φιλελεύθερο μυαλό και την αντιπάθεια για τους Γερμανούς.
Το 1902 κατάφερε να πείσει τον παππού της να δώσει την συγκατάθεσή του για τον γάμο της με τον κατώτερο πρίγκιπα Otto von Windisch-Graetz, που είχε γνωρίσει σε ένα χορό. Ο Αυτοκράτορας έκανε δώρο στη νύφη διάφορα παλάτια και κτήματα, της χορήγησε ένα μόνιμο εισόδημα, ενώ της δώρισε κοσμήματα αξίας 1.000.000 δολαρίων.
Το ζευγάρι μοίραζε τη ζωή του ανάμεσα στο παλάτι της Βιέννης και στο παλάτι της Πράγας, που ο Αυτοκράτορας τους είχε δωρίσει. Δύο παιδιά ήρθαν για να μεγαλώσουν την οικογένεια αλλά όχι και την ευτυχία. Λίγο μετά τη γέννηση του δεύτερου παιδιού η Αρχιδούκισσα πληροφορήθηκε ότι ο σύζυγός της ερωτοτροπούσε με μια ηθοποιό της Πράγας. Η προσβολή ήταν βαριά.
Ο υπερήφανος χαρακτήρας της δεν της επέτρεψε να αφήσει το γεγονός να περάσει έτσι. Προσποιήθηκε ότι θα έφευγε για να επισκεφτεί τον παππού της στη Βιέννη, αλλά λίγες ώρες αργότερα επέστρεψε στο παλάτι κρατώντας ένα περίστροφο στο χέρι. Όρμησε στα διαμερίσματα του συζύγου σκοτώνοντας έναν υπηρέτη, που προσπάθησε να την εμποδίσει . Λίγο έλειψε να σκοτώσει και την ερωμένη, που από τύχη τραυματίστηκε μόνο στο μπράτσο. Η πριγκιπική μαινάδα αφοπλίστηκε, αλλά η ευτυχία αυτού του γάμου είχε τραυματιστεί για πάντα. Όπως μαντεύουμε, κανένας δεν διανοήθηκε να απαγγείλει κατηγορίες στην εγγονή του Αυτοκράτορα.
Το περιστατικό θάφτηκε αμέσως με τα κατάλληλα ανταλλάγματα και το πριγκιπικό ζεύγος κλήθηκε στη Βιέννη προς συμφιλίωση. Η Έρτζι δέχτηκε να το κάνει μην θέλοντας να ντροπιάσει παραπάνω τον γέροντα Αυτοκράτορα και την οικογένειά της. Δέχτηκε πίσω τον απογοητευτικό σύζυγο και έκανε άλλα δύο παιδιά μαζί του, αλλά ξέρετε τι λένε για το ραγισμένο γυαλί.
Ραγισμένος ήταν όμως και ο κόσμος της Ευρώπης. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήρθε σύντομα και ανέτρεψε την καθεστηκυία τάξη, που η Αυτοκρατορία αντιπροσώπευε. Η Ελισάβετ, αν και μεγαλωμένη στην αυτοκρατορική αυλή, δεν διέθετε τη συνήθη ρηχή προσωπικότητα των πριγκιπισσών. Κατανόησε πως οι καιροί άλλαζαν ανεπιστρεπτί. Έβλεπε πως νέα κράτη θα δημιουργούνταν από τα εδάφη της αυτοκρατορίας του παππού της, πως νέα και δίκαια κοινωνικά αιτήματα θα έρχονταν στο προσκήνιο. Ήθελε να ζήσει μόνη της και να προσαρμοστεί σ’ αυτόν το νέο κόσμο, παρά να μείνει προσκολλημένη στο παρελθόν. Ήταν η ώρα, λοιπόν, η αντιδραστική εγγονή της Σίσσυ να αποτινάξει οριστικά από πάνω της τις συμβατικότητες της αυτοκρατορικής αυλής.
Εγκατέλειψε το σύζυγό της και ξεκίνησε τις νομικές διαδικασίες για το διαζύγιο. Το γεγονός ότι είχε αποποιηθεί των δικαιωμάτων της στη διαδοχή του θρόνου πριν το γάμο της τής επέτρεψε να παραμείνει στην Αυστρία μετά την κατάργηση της μοναρχίας και να διατηρήσει την προσωπική της περιουσία. Ακόμη και όταν το νησί Λόκρουμ στο Ντουμπρόβνικ, που ο Φραγκίσκος Ιωσήφ της είχε κάνει δώρο στο γάμο της, αποδόθηκε με τη συνθήκη ειρήνης του Saint-Germain στο νεοϊδρυθέν βασίλειο της Σερβίας, εκείνη ισχυρίστηκε ότι αποτελούσε προσωπική της περιουσία μιας και δεν ανήκε πια στους Αψβούργους και κατάφερε να λάβει αποζημίωση 575.000 δολαρίων.
Είχε λοιπόν τα οικονομικά μέσα να συντηρηθεί. Η δικαστική μάχη ήταν μακρόχρονη και οδυνηρή. Η Ελισάβετ ήταν αποφασισμένη να προχωρήσει τη ζωή της και πριν την απόφαση του δικαστηρίου. Είχε ξεκινήσει πια να χαράσσει το δικό της δρόμο, βασισμένη στις προσωπικές της επιλογές. Το 1921 έγινε μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Αυστρίας.
Στις κομματικές συνελεύσεις και εκδηλώσεις, όπου γινόταν δεκτή πάντοτε με μεγάλο σεβασμό, γνώρισε και ερωτεύτηκε τον δάσκαλο και σοσιαλιστή πολιτικό Λέοπολντ Πέτζνεκ. Οι εξόριστοι Αψβούργοι αηδίασαν μέχρι μυελού οστών. Οι πολιτικές της πεποιθήσεις και η προσωπική της ζωή δεν βοήθησαν ούτε στην δίκη για το διαζύγιο. Οι εφημερίδες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού την παρουσίαζαν με τα μελανότερα χρώματα ως μια γυναίκα που διάγει έκλυτο βίο και συναναστρέφεται αναρχικούς και επαναστάτες.
Η δικαστική απόφαση εκδόθηκε εις βάρος της το 1924 και χρειάστηκε να παλέψει άλλα δύο χρόνια στα δικαστήρια για να κερδίσει την πλήρη επιμέλεια των παιδιών της. Είπαμε όμως πως η «κόκκινη αρχιδούκισσα»,όπως την αποκαλούσαν πια, είχε πάρει το πείσμα της γιαγιάς της. Στην αρχή το δικαστήριο τής έδωσε την επιμέλεια μόνο των δύο μεγαλύτερων παιδιών. Όταν ο δικαστικός επιμελητής παρουσιάστηκε στο κάστρο όπου διέμενε για να παραλάβει τα δύο μικρότερα παιδιά, εκείνη τον προέτρεψε να «επιστρέψει πίσω στους άθλιους που τον έστειλαν να κλέψει δύο μικρά παιδιά από τη μητέρα τους και να τους πει ότι αν ξαναεμφανιζόταν κάποιος μπροστά της θα τον μαστίγωνε.».
Οι εφημερίδες οργίασαν με τα νέα και το δικαστήριο διέταξε τέσσερις υπαλλήλους του να επιστρέψουν και να εκτελέσουν επιτέλους την απόφαση. Στο μεταξύ οι κάτοικοι και οι αρχές της πόλης όπου διέμενε εξέφρασαν τη συμπάθειά τους για την πριγκίπισσα και σχημάτισαν μιαν επιτροπή υποστήριξης. Οι εφημερίδες στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, τόσο μακριά από τα γεγονότα αλλά γεμάτες αντικομουνιστικό μένος, ανέφεραν ότι η πριγκίπισσα μαζί με τους αντιδραστικούς συντρόφους της αψηφούσαν τις δικαστικές αποφάσεις και κάθε νομιμότητα. Μέρες αργότερα οι υπάλληλοι του δικαστηρίου επανεμφανίστηκαν. Η πριγκίπισσα, που φημιζόταν για τη συνέπεια μεταξύ των λόγων και των έργων της, «όρμησε μαινόμενη, κρατώντας το βαρύ ιππικό της μαστίγιο και καταφέρνοντας αρκετά χτυπήματα στο πρόσωπο ενός από αυτούς.» Ήταν αποφασισμένη να δώσει μάχη.
Ούρλιαζε και τους προέτρεπε να γυρίσουν στους αφέντες τους, που «δεν είχαν σεβασμό ούτε για την τιμή μιας γυναίκας ούτε για τα δικαιώματα μιας μητέρας.». Οι κάτοικοι της πόλης έτρεξαν προς βοήθειά της, πήραν τους υπαλλήλους σχεδόν σηκωτούς και τους οδήγησαν στο σιδηροδρομικό σταθμό, όπου επιβιβάστηκαν στο επόμενο τρένο για τη Βιέννη εν μέσω βροχής σάπιων λαχανικών!
Το δικαστήριο προσπαθώντας να αποφύγει μια γενικευμένη αντίδραση εναντίον της κυβέρνησης με την κόκκινη αρχιδούκισσα στην πρώτη γραμμή, κάμφθηκε και της παραχώρησε την πλήρη επιμέλεια όλων των παιδιών της, ελπίζοντας ότι είχε αποφύγει τα χειρότερα.
Ούτε τότε όμως η ζωή της ηρέμησε.
Η αυτοκρατορική οικογένεια την απέφευγε. Ο σύντροφός της δεν ήταν αποδεκτός. Καθώς μεγάλωναν τα παιδιά της αντιδρούσαν στις ιδέες της μητέρας τους. Εκείνη ήθελε , όμως, να ζουν με ένα άλλο τρόπο ζωής από ό,τι ήταν συνηθισμένα. Ήθελε να μάθουν να εργάζονται και να προσφέρουν στην κοινωνία. Η αποξένωση ήταν αναπόφευκτη.
Το 1934 ο πρώην σύζυγος και ο μεγαλύτερος γιος της προσπάθησαν να την θέσουν υπό επιτροπεία, γιατί κατασπαταλούσε την προσωπική της περιουσία σε δωρεές προς το Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Αργότερα η προσπάθεια εγκαταλείφθηκε, αλλά οι σχέσεις της με τα παιδιά, που πάλεψε τόσο για να κρατήσει, χειροτέρεψαν. Κανείς δεν μπορούσε να κατανοήσει γιατί μια πριγκίπισσα, εγγονή του αυτοκράτορα της Αυστρίας, ήθελε να ζήσει σαν μια κοινή θνητή. Ούτε η πολιτική κατάσταση της χώρας άφηνε περιθώρια για μια ζωή ανέφελη.
Το 1933 εγκαθιδρύθηκε στη χώρα ένα αυταρχικότατο καθεστώς υπό τον Καγκελάριο Ντόλφους, προπομπό της προσάρτησης από τους Ναζί. Ο Πέτζνεκ συνελήφθη και φυλακίστηκε για ένα χρόνο, ενώ η Ελισάβετ ανακρίθηκε από την αστυνομία αρκετές φορές.
Το 1944 ο Πέτζνεκ συνελήφθη εκ νέου από τους Ναζί και στάλθηκε στο Νταχάου από όπου ελευθερώθηκε το 1945. Μετά την απελευθέρωσή του διετέλεσε πρόεδρος του Ομοσπονδιακού Ελεγκτικού Συμβουλίου ως το 1947. Το 1948 η Ελισάβετ και ο Πέτζνεκ παντρεύτηκαν στο ληξιαρχείο της Βιέννης. Οι Αψβούργοι ήξεραν ότι μπορούσαν πια να περιμένουν τα πάντα από αυτό το μαύρο πρόβατο της οικογένειας τους.
Ούτε όμως και το τέλος του πολέμου έφερε την ηρεμία. Όταν η Βιέννη ελευθερώθηκε από τα σοβιετικά στρατεύματα το σπίτι της λεηλατήθηκε. Αργότερα η περιοχή εντάχθηκε στο γαλλικό τομέα μιας και η πόλη χωρίστηκε σε τομείς όπως και το Βερολίνο. Η βίλα της επιτάχθηκε και δεν της επιτράπηκε να την πάρει πίσω παρά όταν αποχώρησαν οι συμμαχικές δυνάμεις το 1955.
Ως τότε και οι δύο υπέφεραν από διάφορα προβλήματα υγείας. Ο Λέοπολντ Πέτζνεκ πέθανε από έμφραγμα το 1956, ενώ η Ελισάβετ έπασχε από ποδάγρα.
Έζησε το υπόλοιπο της ζωής της μόνη και αποκομμένη από κάθε μέλος της οικογένειάς της, εκτρέφοντας σκύλους.
Κύκνειο άσμα μιας ζωής κατά το πλείστον αντισυμβατική ήταν η απόφαση που έλαβε λίγο πριν πεθάνει το 1963 να σφραγιστεί η βίλα της μέχρι να μπορέσουν οι αρχές του Υπουργείου Παιδείας να καταγράψουν και να παραλάβουν τα υπάρχοντά της. Είχε κληροδοτήσει στο κράτος της Αυστρίας γύρω στα 500 οικογενειακά κειμήλια, έργα τέχνης, βιβλία και προσωπικά αντικείμενα. Πίστευε ότι ήταν περιουσία του αυστριακού λαού και έπρεπε να μεταφερθούν σε μουσεία. Επιθυμία της ήταν να ταφεί δίπλα στο δεύτερο σύζυγό της σε ανώνυμο τάφο. Αυτή ήταν, λοιπόν, η «κόκκινη πριγκίπισσα» που πήδηξε έξω από τις σελίδες του παραμυθιού.
Έζησε όπως εκείνη διάλεξε, πιστή στις επιλογές της ως το τέλος. Και ίσως η συνονόματη γιαγιά Σίσσυ να μην ήταν και τόσο δυσαρεστημένη μαζί της…
Απριλίου 13, 2015
No comments
Συνεχίζουμε το εξαιρετικά ενδιαφέρον ιστορικό αφιέρωμα της Κάτιας Κατιμερτζή για το ναυάγιο του πλοίου Ηράκλειο, με τη συγκλονιστική δίκη που ακολούθησε...
Γράφει η Κάτια Κατιμερτζή
Το πρώτο πλοίο με πτώματα και δύο μόνο διασωθέντες από το ναυάγιο του Ηράκλειον, δένει στον Άγιο Νικόλαο. Είναι το αγγλικό ναρκαλιευτικό «Ashton».
Κοινό μυστικό στους ναυτικούς κύκλους ήταν ότι πλοία σαν το «Ηράκλειον» δεν έπρεπε να έχουν άδεια πλεύσης σε ανοιχτές θάλασσες.
Γράφει η Κάτια Κατιμερτζή
Το πρώτο πλοίο με πτώματα και δύο μόνο διασωθέντες από το ναυάγιο του Ηράκλειον, δένει στον Άγιο Νικόλαο. Είναι το αγγλικό ναρκαλιευτικό «Ashton».
Σε λίγο το ένα μετά το άλλο όλα τα πλοία, που μεταφέρουν νεκρούς και ζωντανούς, φτάνουν στον Πειραιά. Ο θρήνος είναι ανείπωτος.
Τα πρόσωπα των ναυαγών είναι σαν μάσκες πετρωμένες από τον τρόμο που γνώρισαν. Μόνο 47 άτομα βρέθηκαν ζωντανά, ενώ ανασύρθηκαν και 25 πτώματα.
Το πτώμα το πλοιάρχου, που σύμφωνα με μαρτυρίες πήδηξε από του ς πρώτους στη θάλασσα, αλλά πνίγηκε, δεν βρέθηκε ποτέ.
Από την ίδια κιόλας ημέρα οι εφημερίδες αποτυπώνουν το αίτημα της κοινής γνώμης για διαλεύκανση της υπόθεσης και απονομή δικαιοσύνης.
Οι εφημερίδες της αντιπολίτευσης δεν παραλείπουν να βάλουν στο στόχαστρο τους και τον ίδιο το βασιλιά, που είχε εκμεταλλευτεί το ναυάγιο σε μια προσπάθεια προσωπικής προβολής. Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι ήθελε να καταρρίψει τους ισχυρισμούς της Τουρκίας ότι η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να παράσχει άμεση βοήθεια σε κινδυνεύοντα σκάφη στο Αιγαίο.
Ο τρόπος, βέβαια, με τον οποίο έλαβε χώρα η επιχείρηση διάσωσης, απέδειξε περίτρανα τους τουρκικούς ισχυρισμούς παρά τις βασιλικές προσπάθειες.
Στη δίκη, που ξεκίνησε στις 19 Φεβρουαρίου 1968, ξετυλίχτηκε όλο το κουβάρι του δράματος μέσα από τις καταθέσεις των διασωθέντων αλλά και τα πορίσματα της εξεταστικής επιτροπής που ερεύνησε για τα αίτια του ναυαγίου.
Στο εδώλιο των κατηγορουμένων έκατσαν ο Χαράλαμπος Τυπάλδος, ένας εκ των πλοιοκτητών, ο Παναγιώτης Κόκκινος, γενικός διευθυντής της πλοιοκτήτριας εταιρείας και δύο αξιωματικοί.
Πολλοί υποστήριξαν ότι το επίμαχο φορτηγό, που δεν είχε ασφαλιστεί σωστά και λύθηκε, χτυπώντας στα τοιχώματα του πλοίου, ήταν και η αιτία του ναυαγίου σε συνδυασμό με τις άσχημες καιρικές συνθήκες.
Η κατάθεση του υποπλοιάρχου Αλέξανδρου Στεφαδούρου, όμως, φανερώνει ότι οι ευθύνες της πλοιοκτήτριας εταιρείας είναι βαρύτατες και εγκληματικές. Ο υποπλοίαρχος παραδέχτηκε ότι το φορτηγό δεν είχε ασφαλιστεί σωστά με αποτέλεσμα να παλινδρομεί και να συγκρούεται στα πλευρικά τοιχώματα, αλλά ταυτόχρονα υποστήριξε πως η αιτία του ναυαγίου ήταν η κακή κατάσταση του σκάφους.
Στο διαμέρισμα του αμαξοστασίου υπήρχαν ρωγμές, που είχαν επισκευαστεί πλημμελώς μερικές εβδομάδες πριν. Με τους κλυδωνισμούς οι ρωγμές άνοιξαν και η θάλασσα κατέκλυσε το αμαξοστάσιο.
Το λυμένο φορτηγό τινάχτηκε με ορμή στην πλαϊνή μπουκαπόρτα, την έσπασε και έπεσε στη θάλασσα, επιτρέποντας στη μανιασμένη θάλασσα να μπει στο αμαξοστάσιο με ακόμη μεγαλύτερη ταχύτητα.
Αλλά και οι έρευνες της εξεταστικής επιτροπής αποκάλυψαν τις ευθύνες της πλοιοκτήτριας εταιρείας, που στάθηκαν περισσότερο μοιραίες από την κακή φόρτωση του «μοιραίου» φορτηγού.
Όπως ήδη τονίσαμε, σοβαρά λάθη κατά τη μετατροπή του πλοίου από δεξαμενόπλοιο σε επιβατηγό-οχηματαγωγό είχαν υπονομεύσει την ευστάθεια και την ασφάλεια του ήδη καταπονημένου σκάφους.
Κοινό μυστικό στους ναυτικούς κύκλους ήταν ότι πλοία σαν το «Ηράκλειον» δεν έπρεπε να έχουν άδεια πλεύσης σε ανοιχτές θάλασσες.
Στο δικαστήριο επισημάνθηκαν και οι ευθύνες του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, που είχε χορηγήσει την άδεια αξιοπλοΐας. Κάποια δε από τα έγγραφα του πλοίου είχαν βρεθεί πλαστογραφημένα!
Άλλο ένα από τα πορίσματα της εξεταστικής επιτροπής, που παρουσιάστηκε στο δικαστήριο, επισήμαινε ότι στο πλοίο δεν εκτελούνταν οι καθιερωμένες ασκήσεις έκτακτης ανάγκης, ούτε διέθετε τα απαιτούμενα μέσα διάσωσης. Ακόμη και τα συρματόσχοινα στις όποιες βάρκες διέθετε είχαν φρακάρει από μπογιά! Τέλος, το πλοίο δεν διέθετε σύστημα εκροής εισερχόμενων υδάτων.
Ας μην ξεχάσουμε, βέβαια, και το ρίσκο που πήρε ο καπετάνιος του να πλεύσει μέσα σε σφοδρή κακοκαιρία και ανέμους 9 μποφόρ. Παρά τις συντριπτικές αποδείξεις, όμως, η απόφαση του δικαστηρίου, που βγήκε στις 21 Μαρτίου 1968, περισσότερο χάιδεψε παρά τιμώρησε τους υπαιτίους.
Στους κατηγορούμενους επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης πέντε ως εφτά ετών, ξεσηκώνοντας την οργή και τις κατάρες των συγγενών των πνιγμένων αλλά και των διασωθέντων.
Ο φάκελος της υπόθεσης έκλεισε οριστικά στις 9 Ιανουαρίου 1969, με την απόρριψη από τον Άρειο Πάγο της αίτησης αναίρεσης, που είχαν υποβάλλει οι κατηγορούμενοι, καθώς οι τελευταίοι είχαν καταδικαστεί και σε δεύτερο βαθμό.
Μια πιο παραδειγματική και αυθόρμητη τιμωρία περίμενε τους υπευθύνους της πλοιοκτήτριας εταιρείας από τον κόσμο, που σταμάτησε να χρησιμοποιεί τα πλοία των Γραμμών Τυπάλδου.
Τα δώδεκα από τα δεκαπέντε πλοία του στόλου τους κρίθηκαν τελείως ακατάλληλα σε κατοπινούς ελέγχους από επιθεωρητές ξένου, ανεξάρτητου νηογνώμονα και παροπλίστηκαν για να πουληθούν είτε για παλιοσίδερα είτε για εργασίες άλλες από τη μεταφορά επιβατών.
Η εταιρεία γονάτισε από τις αποζημιώσεις, που υποχρεώθηκε να πληρώσει και χρεοκόπησε. Το όνομα του ιδιοκτήτη Χαράλαμπου Τυπάλδου δεν απασχόλησε ξανά τον ελληνικό τύπο πριν από το 1986. Υπήρξε το τελευταίο θύμα της διαβόητη Εταιρεία Δολοφόνων του Χρήστου Παπαδόπουλου.
Όπως συχνά συμβαίνει στη ζωή, χρειάζεται να συμβεί μια ανθρώπινη τραγωδία για να θεσπίσουν οι ιθύνοντες κάποιους στοιχειώδεις κανόνες ασφάλειας. Έτσι και τότε, μετά το ναυάγιο δημιουργήθηκε ο θάλαμος επιχειρήσεων του Υ.Ε.Ν. Επίσης, θεσμοθετήθηκε η απαγόρευση απόπλου λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών.
Τέλος, καθιερώθηκε από το Γ.Ε.Ν. η «φυλακή σκοπούντος πολεμικού πλοίου»,που μένει σε επιφυλακή όλο το 24ωρο με τις μηχανές και το προσωπικό σε ετοιμότητα και σε συνεχή ακρόαση διεθνών δικτύου κινδύνου.
Το βυθισμένο σκαρί κοιμάται μέχρι και σήμερα στα νερά της Φαλκονέρας σε βάθος 600 ως 800 μέτρων με μόνη συντροφιά τα θαλάσσια γεράκια, που πετούν και βρίσκουν καταφύγιο στους βράχους του ερημονησιού.
Απριλίου 02, 2015
No comments
Αργά το απόγευμα της 7ης Δεκέμβρη 1968 το οχηματαγωγό πλοίο « Ηράκλειο» της εταιρείας Αφοί Τυπάλδου απέπλεε από το λιμάνι των Χανίων για τον Πειραιά.
»
Γράφει η Κάτια Κατιμερτζή
Η τραγωδία ήταν ανείπωτη.
Όταν ακούγονται οι σειρήνες των πρώτων ασθενοφόρων, που κατεβαίνουν στο λιμάνι, οι καρδιές ραγίζουν. Το θέαμα των νεκροφόρων, που έφτασαν λίγο αργότερα, κάνει τον θρήνο να ξεχυθεί γοερός από τις καρδιές, που ως τότε ήλπιζαν.
»
Γράφει η Κάτια Κατιμερτζή
Την επόμενη μέρα επρόκειτο να κερδίσει τα πρωτοσέλιδα των πολιτικών εφημερίδων της εποχής ανάμεσα στις ειδήσεις για τη δίκη του Ασπίδα και τις απολογίες των δολοφόνων του Γρηγόρη Λαμπράκη. Στη θαλάσσια περιοχή της Φαλκονέρας είχε συναντήσει τη μοίρα του. Μοίρα που χάραξαν χέρια ανθρώπινα.
Η εφοπλιστική εταιρεία των αδερφών Τυπάλδου είναι από τις μεγαλύτερες της εποχής και βρίσκεται σε ευθύ ανταγωνισμό με την εφοπλιστική εταιρεία του Κώστα Ευθυμιάδη στις ακτοπλοϊκές γραμμές της Κρήτης.
Το 1964 οι αδερφοί Τυπάλδοι αγοράζουν στην Αγγλία το ηλικίας 15 ετών δεξαμενόπλοιο Leicestershire και το μετατρέπουν σε επιβατηγό- οχηματαγωγό με το όνομα «Ηράκλειον».
Κατά τις εργασίες της μετατροπής, αφαιρούνται υποκαταστρώματα και έρμα 200 τόνων για να κατασκευαστεί το γκαράζ. Αποτέλεσμα ήταν να ανυψωθεί το μεσοκεντρικό βάρος του πλοίου και να υπονομευθεί η ευστάθειά του.
Είναι γνωστό στους ναυτικούς κύκλους ότι τα δεξαμενόπλοια 10 και πλέον ετών είναι στην ουσία «καμένα». Παρόλα αυτά το πλοίο έλαβε άδεια ως αξιόπλοο από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας.
Η οικογένεια Τυπάλδου διατηρούσε άριστες σχέσεις με το κόμμα της Ε.Ρ.Ε.
Το 1965 το «Ηράκλειον» τοποθετείται στη γραμμή της Κρήτης Χανιά- Πειραιάς. Το πλοίο είχε τη φήμη του ταχύτερου στις Κρητικές γραμμές. Το «Ηράκλειον» είναι κανονισμένο να αναχωρήσει από το λιμάνι της Σούδας των Χανίων για την Αθήνα.
Ο πλοίαρχος Εμμανουήλ Βερνίκος, όμως, καθυστερεί τον απόπλου προς αναμονή ενός φορτηγού ψυγείου, βάρους 5 τόνων, που μετέφερε πορτοκάλια και είχε καθυστερήσει να φτάσει στο λιμάνι.
Ο καιρός είναι πολύ άσχημος και στο Αιγαίο πνέουν άνεμοι 8 έως 9 μποφόρ.
Ο Λιμενάρχης Χανίων εκφράζει τις αντιρρήσεις του για τη φόρτωση του φορτηγού, καθώς το βάρος του πλοίου θα αυξηθεί επικίνδυνα.
Με τις «κατάλληλες παρεμβάσεις» οι ενδοιασμοί του λιμενάρχη αγνοούνται και το φορτηγό φορτώνεται βιαστικά χωρίς να τηρηθούν οι στοιχειώδεις κανόνες ασφαλείας. Το Ηράκλειον αποπλέει με ευθύνη του πλοιάρχου του, όπως συνηθιζόταν μέχρι τότε, με αρκετή καθυστέρηση. Μεταφέρει σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία 206 επιβάτες και πλήρωμα 65 ατόμων. Στο πλοίο επιβαίνουν, όμως, και άλλα άτομα που φέρουν σημειώματα ατέλειας ή απορίας είτε από βουλευτικά γραφεία είτε από το Λιμενάρχη, ναύτες από τη βάση της Σούδας και κρατούμενοι, που μεταφέρονται μαζί με τους φρουρούς τους. Ένας από τους διασωθέντες επιβάτες ανέφερε πως μόνο οι Τσιγγάνοι, που ήταν στοιβαγμένοι στο χώρο του γκαράζ, ξεπερνούσαν τους 100. Η θαλασσοταραχή είναι σφοδρή, άνεμοι 9 μποφόρ πλευροκοπούν το σκαρί.
Ο καπετάνιος δεν λαμβάνει υπόψη του την παλαιότητα του πλοίου και θεωρεί ότι οι καταπονημένες λαμαρίνες θα αντέξουν τον καιρό.
Στις δύο το πρωί το πλοίο έχει φτάσει στη θαλάσσια περιοχή της βραχονησίδας Φαλκονέρα, ανοιχτά της Μήλου, στο Μυρτώο Πέλαγος. Τα νερά αυτά είναι επικίνδυνα ακόμη και με ήρεμη θάλασσα λόγω της ύπαρξης ισχυρών ρευμάτων.
Το πλοίο κλυδωνίζεται. Στη γέφυρα ανεβαίνει ένας έντρομος λοστρόμος για να αναφέρει ότι έχει παρουσιαστεί ρήγμα και ότι ο χώρος του αμαξοστασίου έχει κατακλυστεί από τη θάλασσα. Μόνο οι ηλεκτρογεννήτριες ασφαλείας δουλεύουν για τα επόμενα 13 λεπτά, πριν το σκάφος γύρει τελείως και βυθιστεί για πάντα στον υγρό του τάφο.
Λίγα μπορούν να γίνουν πια. Ο πλοίαρχος προσπαθεί ανεπιτυχώς να μανουβράρει, ενώ δίνει εντολή για την εκπομπή σήματος Σ.Ο.Σ. και εγκατάλειψη πλοίου.
Ώρα 2:02 το πρωί. Τα τρία ναυτικά φυλάκια, που διανυκτερεύουν λαμβάνουν σήμα κινδύνου από το Ηράκλειον.
«Λόγω σφοδράς θαλασσοταραχής απωλέσαμεν τη δεξιά πόρτα. Εισέρχονται ύδατα.».
Ώρα 2:06 το πρωί. Το Ηράκλειον εκπέμπει δεύτερο σήμα κινδύνου.
«SOS από Ηράκλειον, στίγμα μας 36ο 52 B., 24° 08 A., Βυθιζόμεθα».
Ακολουθεί σιγή ασυρμάτου.
Οι περισσότεροι από τους επιβάτες του «Ηράκλειον» δεν πρόλαβαν να ανέβουν στο κατάστρωμα και να πηδήξουν στη θάλασσα. Πνίγηκαν εγκλωβισμένοι στις καμπίνες τους.
Αλλά και πολλοί από τους επιβάτες και το πλήρωμα, που κατάφεραν να πηδήξουν στη θάλασσα, στάθηκαν εξίσου άτυχοι. Άλλοι στην προσπάθειά τους να βουτήξουν χτύπησαν, με αποτέλεσμα να χάσουν τις αισθήσεις τους και να πνιγούν. Άλλοι παρασύρθηκαν από τη δίνη του βυθιζόμενου πλοίου και το ακολούθησαν στο βυθό. Σίγουρα πηδούσαν προς το χαμό τους και όσοι δεν γνώριζαν κολύμπι. Μα και όσοι επέζησαν αρχικά έπρεπε να παλέψουν με τα μανιασμένα κύματα και το ψύχος 8 ως 14 ώρες μέχρι να διασωθούν. Ούτε η τύχη δεν ήταν με το μέρος των ναυαγών στα ανταριασμένα νερά της Φαλκονέρας.
Η τραγωδία ήταν ανείπωτη.
Το πλοίο «Φαιστός», που έπλεε στην ίδια ρότα, δεν έλαβε ποτέ το σήμα κινδύνου, γιατί έπλεε με τον ασύρματό του χαλασμένο! Ούτε όμως και το «Μίνως», που ακολουθούσε, έλαβε το σήμα κινδύνου και χάθηκε πολύτιμος χρόνος μέχρι να ειδοποιηθεί για το ναυάγιο και να γυρίσει για τη διάσωση.
Το σήμα κινδύνου το είχαν λάβει τα 3 διανυκτερεύοντα ναυτικά φυλάκια. Ο ναύτης ενός από αυτά δεν ειδοποίησε καν τον ανώτερό του αξιωματικό, γιατί «είχε λάβει εντολές να μην τον ξυπνήσει πριν από τις έξι το πρωί»!
Γύρω στις 2:30 τα ξημερώματα ειδοποιούνται τα Λιμεναρχεία Πειραιά, Σύρου και Κρήτης τα οποία ενημερώνουν ότι δεν διαθέτουν τα κατάλληλα μέσα προς έρευνα και διάσωση.
Στη Σύρο βρίσκεται μόνο ένα πολεμικό πλοίο με σβηστές τις μηχανές, που θα χρειαστεί 3 με 4 ώρες για να ετοιμαστεί για απόπλου. Θα χρειαστεί να περάσουν άλλες δύο ώρες, ώσπου να πάνε στα γραφεία τους οι αρμόδιοι Αρχηγοί και Υπουργοί και να δοθεί η εντολή να αποπλεύσει το Α/Γ ΣΥΡΟΣ.
Άλλη μία ώρα θα περάσει μέχρι να ειδοποιηθεί ο πρωθυπουργός, ενώ γύρω στις έξι ενημερώνεται και ο βασιλιάς.
Στο μεταξύ πολλά πλοία, που πλέουν στην ευρύτερη περιοχή, έχουν ενημερωθεί για τι ναυάγιο, αλλά οι άσχημες καιρικές συνθήκες τα εμποδίζουν να φτάσουν εγκαίρως. Στην έρευνα έλαβαν μέρος τα ελληνικά επιβατηγά «Μίνως» και «Χανιά»,τα αγγλικά «Ashton» και «Levertog»,το φινλανδικό «Nula», το ρωσικό «Ουρίσκ», το ελληνικό δεξαμενόπλοιο «Aldebaran», το πολωνικό «Vako» και το ελληνικό πολεμικό «ΣΥΡΟΣ».
Μόλις στις 7:20 το πρωί απογειώνονται από το στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας τρία Ντακότα, το ένα με συγκυβερνήτη το βασιλιά Κωνσταντίνο. Η θέση του ναυαγίου θα εντοπιστεί δύο ώρες αργότερα. Τα αεροπλάνα ρίχνουν καπνογόνα και σωσίβια ,όπου εντοπίζουν ναυαγούς, για να διευκολύνουν τα πλοία που σπεύδουν για τη διάσωση.
Και πράγματι ο εντοπισμός των άτυχων αυτών ναυαγών δεν είναι εύκολος, καθώς είναι κατάμαυροι από τα καύσιμα του πλοίου, που έχουν διαρρεύσει στα νερά και δεν φαίνονται εύκολα.
Πρώτο, σαν από ειρωνεία της τύχης, εντοπίζεται το άσπρο φορτηγό, που πετάχτηκε στη θάλασσα και επέπλεε. Εκατοντάδες συγγενείς των επιβατών συγκεντρώνονται στα γραφεία της εφοπλιστικής εταιρείας στην ακτή Τζελέπη, για να ενημερωθούν για την αργοπορία του πλοίου, όταν τα νέα για τη συμφορά φτάνουν στον Πειραιά. Ούτε οι αντιπρόσωποι της εταιρείας αλλά ούτε και οι αρχές δίνουν κάποια πληροφορία για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε το ναυάγιο.
Οι συγγενείς χρειάζεται να περιμένουν μέχρι νωρίς το απόγευμα μέσα στην άγνοια, με ένα βουβό πόνο ζωγραφισμένο στα πρόσωπά τους, ελπίζοντας ότι οι άνθρωποί τους θα κατάφεραν να σωθούν.
Απριλίου 01, 2015
No comments
Ο Κάρλ Κρατσάιζεν (Karl Krazeisen) από το Παλατινάτο της Βαυαρίας (1794-1878), που το όνομά του στα γερμανικά σημαίνει: «σιδερένιο ξύστρο για παπούτσια», είναι ο αυτοδίδακτος ζωγράφος ο οποίος σχεδίασε με μολύβι εκ του φυσικού, τις προσωπογραφίες των Ελλήνων ηρώων και Ευρωπαίων συναγωνιστών του από το 1826 ως το 1827.
Γράφει η Αιμιλία Πανταζή
Ο συνολικός αριθμός των έργων του ανέρχεται σε 39 σχέδια με μολύβι σε χαρτί μικρού και μεσαίου μεγέθους, στα οποία συμπεριλαμβάνονται οι προσωπογραφίες των αγωνιστών, 21 υδατογραφίες από τοπία με αρχαιότητες, κάστρα, θαλασσινά και στεριανά τοπία με ναυτικούς και χωρικούς και 31 σχέδια με μολύβι με μνημεία και πολεμικές συνθέσεις σε χαρτί μεγάλου μεγέθους. Συνολικά ανέρχονται σε 91 έργα, σημαντικός αριθμός για τη συλλογή σχεδίων της Εθνικής Πινακοθήκης.
Στρατιωτικός και «πολεμικός ανταποκριτής» στο Ναύπλιο, τον Πόρο, την Αίγινα, τη Σαλαμίνα, ανέδειξε τις προσωπογραφίες των οπλαρχηγών, πυρπολητών, πολιτικών, προεστών και λογίων στο εγκυρότερο νεοελληνικό «Πάνθεον Αθανάτων».
Δεν έφθασε στην Ελλάδα ως περιηγητής ο Κρατσάιζεν αλλά ως στρατιωτικός. Εκείνη την περίοδο το Μεσολόγγι είχε πέσει, ο Ιμπραήμ κυριαρχούσε στην Πελοπόννησο ενώ οι Έλληνες οπλαρχηγοί ζούσαν αντιμέτωποι με τον εμφύλιο σπαραγμό. Τα γεγονότα αυτά τον ωθήσουν στην περιπέτεια της καθόδου στην Ελλάδα. Φαίνεται όμως πως ο τρόπος με τον οποίο εγκατέλειψε τη μονάδα του στη Βαυαρία ήταν τυχοδιωκτικός. Για το λόγο αυτόν επιστρέφοντας στο Μόναχο καταδικάστηκε. Αργότερα επανέκτησε τον στρατιωτικό βαθμό του φτάνοντας μέχρι τον βαθμό του υποστρατήγου.
Ο Κρατσάιζεν είχε συμμετάσχει στην πολιορκία της Αθήνας της 6ης Μαρτίου και της Ακρόπολης στις 22 Απριλίου το 1827. Ο ζωγράφος Βρυζάκης, του αποτίει φόρο τιμής ζωγραφίζοντάς τον ως φιλέλληνα που φορεί στο κεφάλι φέσι, ενώ ο λογοτέχνες μελετητές Παντελής Πρεβελάκης αναφέρεται στην «απαράμιλλη αξιοπιστία των σχεδίων των προσωπογραφιών γιατί η στρατιωτική αγωγή του Κρατσάιζεν και το ρομαντικό πνεύμα τον είχαν προετοιμάσει να θαυμάζει ήρωες».
Η επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης, Μαριλένα Ζ. Κασιμάτη έχει αναφέρει για τον
Κρατσάιζεν: «Δεν είδε τόσο πολύ τους άνδρες ως ήρωες. Η εντύπωση που αποκομίζει ο σημερινός θεατής είναι μάλλον η επιμελημένη αφέλεια με την οποία προσεγγίζει τους ανθρώπους του. Δεν είναι τόσο η μαεστρία του “υπεράνθρωπου”, αλλά η σιωπηρή αθωότητα του χρονικογράφου που οξύνει καθημερινά τη γραφίδα του με το πνεύμα του περιοδεύοντα χρονικογράφου που αντιλαμβάνεται, ότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή βιώνει ιστορία. Ίσως για τον λόγο αυτόν φαίνεται οι άνδρες αυτοί να μοιάζουν μεταξύ τους, τουλάχιστον να έχουν όλοι το ίδιο θλιμμένο βλέμμα.»
Όταν ο Κρατσάιζεν επέστρεψε στο Μόναχο έσπευσε το 1828 στο λιθογραφείο του Franz Hanfstängl -το καλύτερο του Μονάχου- και με τη συνεργασία των Hohe, Peter von Hess και Steingrübel την οποία επόπτευε ο ίδιος ολοκλήρωσε την έκδοση του γνωστού λευκώματος με τις 24 λιθογραφίες το 1831, με τον μεταφρασμένο τίτλο: «Προσωπογραφίες των διασημότερων Ελλήνων και Φιλελλήνων, μαζί με μερικές απόψεις και ενδυμασίες, σχεδιασμένες εκ του φυσικού και δημοσιευμένες από τον Καρλ Κρατσάιζεν».
«Τη σημαντική υπερβολή που δεν είχαν στο πρωτότυπο… Με τας πολλάς φωτοσκιάσεις… με την πολλήν χρήσιν των τόνων, με το ατμώδες και το κάπως φαντασμαγορικόν… η λιθογραφία μας έδωσε τους ήρωας μέσα εις την ελαφράν εκείνην ομίχλην εις την οποίαν τους έβλεπε η κοινή φαντασία (στην Ευρώπη)», σημειώνει ο Ζαχ. Παπαντωνίου.
Αξίζει να σημειωθεί πως ο Νικόλαος Γύζης, τότε καθηγητής στο Μόναχο, αναγνώρισε την ιστορική σημασία του έργου του Κρατσάιζεν, προτείνοντας την ένταξή τους στο (τότε ανύπαρκτο) Μουσείο των Αθηνών.
Θετική στάση είχε πάρει και ο γλύπτης Φυτάλης:
«Κατ’ αρχάς του παρελθόντος αιώvos ότε ο Ελληνικός Λαός δια ν’ αποτίναξη τον τουρκικόν ζυγόν πολλοί Φιλέλληνες εκ της Ευρώπης έλαβον μέρος εις τον αγώνα. Μεταξύ αυτών υπήρξε και ο νέος Βαυαρός υπολοχαγός Κ. Κρατσάιζεν μετά του ζωγράφου Χεσς. Ο Κ. Κρατσάιζεν ενθουσιασμένος διά τας ωραιότητας της κλασικής εποχής, διά τους εμπνευσμένoυς ήρωάς της διά την Πατρίδα των, διά τους ιδιοτρόπους αμφιέσεις, έλαβε το μολυβδοκόνδυλον και την πυξίδα εις την χείρα ίνα διαιώνιση παν ό,τι τω εφαίνετο αξίας. Επιστρέφων εις Βαυαρίαν ο καλλιτέχνης ούτος, προέτεινεν εις την Επωνυμίαν Χάνφστενγκελ όπως λιθογραφήση τους επισημοτέρους ήρωας, όπερ και επραγματοποιήθη διά της υποστηρίξεως του Βασιλέως της Βαυαρίας και αυτού τούτου τυγχάνοντος μεγάλου Φιλέλληνος.
Μετά τον θάνατον του Κρατσάιζεν επισυμβάντος εν έτει 1878 τα ιχνογραφήματα και αι υδατογραφίαι του εκληρονομήθησαν παρά της θυγατρός του Μαρίας, συζύγου μου, μετά δε τον θάνατόν της, συμφώνως τη τελευταία αυτής θελήσει περιήλθον εις την κατοχήν μου.
Πάντα τα ιχνογραφήματα τούτα έδειξα τω τέως καθηγητή της εν Μονάχω Ακαδημίας Τεχνών Νικολάω Γύζη ίνα πληροφορηθώ όσο το δυνατόν κάλλιον περί της αξίας αυτών. Η γνώμη του ήτο ότι η θέσις των δύνα¬ται να είναι μόνον το Μουσείον Αθηνών. Αλλ’ εγώ δεν ηδυνάμην να χωρι¬σθώ αυτών εμφορούμενος προ παντός εξ αισθημάτων σεβασμού. Τώρα όμως ων προκεχωρημένης ηλικίας και μη ων βέβαιος ότι μετά τον θάνατόν μου οι διάδοχοί μου θα εφύλαττον μετά της αυτής αγάπης και ευλαβείας τα πολύτιμα ταύτα πράγματα, μοναδικά εις το είδος των, απεφάσισα να τα παραδώσω εις χείρας πατριώτου τινός όστις θα εγνώριζε να εκτίμηση ταύτα. Η αξία των όμως δύναται να καθορισθή μόνον εις απώτερον μέλλον καθ’ όσον εκατό μόνον έτη είναι μικρόν διάστημα δυνάμενον να χρησιμεύη ως γνώμων εκτιμήσεως ιστορικού τινός αντικειμένου».
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου δημοσιεύει το άρθρο με το οποίο παρακινεί το ελληνικό Δημόσιο να αγοράσει το συνολικό κληροδότημα, το οποίο τελικά αγοράστηκε προς 200.000 δρχ. για λογαριασμό της Εθνικής Πινακοθήκης.
Μαρτίου 25, 2015
No comments
«Κράσεως δ΄ ήττον ανδρικής, αλλά καρδίας ανδρικωτάτης».
Γράφει η Κάτια Κατιμερτζή
Στις εσωτερικές σελίδες της ελληνικής ιστορίας, στη σκιά των τρανών μας ηρώων και αγωνιστών, υπάρχουν κάποιες αράδες αφιερωμένες σε ανθρώπους, που το κλέος που κέρδισαν είναι αντιστρόφως ανάλογο της ακεραιότητας του χαρακτήρα τους και των υπηρεσιών που πρόσφεραν στην πατρίδα.
Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν ο Δημήτριος Υψηλάντης. Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη, αδερφός του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ήταν γόνος μιας πανίσχυρης οικογένειας Φαναριωτών.
Σπούδασε στρατιωτικά στη Γαλλία και κατόπιν κατατάχθηκε στην αυτοκρατορική φρουρά του Τσάρου, φτάνοντας ως το βαθμό του λοχαγού. Η διακαής επιθυμία του για την απελευθέρωση της υπόδουλης πατρίδας του μέτραγε στις σκέψεις του πιο πολύ από οποιοδήποτε αξίωμα. Δεν ήταν εντυπωσιακός στο παράστημα, μια μάλλον ισχνή παρουσία, κοντός και φαλακρός, αλλά είχε ψυχή λιονταριού.
Ο ιστορικός Φιλήμων έγραφε για κείνον: «κράσεως δ΄ ήττον ανδρικής, αλλά καρδίας ανδρικωτάτης». Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και το 1821 αναχώρησε για την επαναστατημένη πατρίδα ως πληρεξούσιος του αδερφού του Αλέξανδρου, επικεφαλής της Φιλικής Εταιρείας, για να συντονίσει τον Αγώνα. Μαζί του έφερνε ένα μικρό τυπογραφείο για τις πρώτες ανάγκες της επανάστασης, τη σημαία της Φιλικής Εταιρίας και ένα ποσό 300.000 γροσιών, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων προερχόταν από την οικογενειακή του περιουσία. Η υποδοχή που του επιφύλαξαν οι επαναστατημένοι Έλληνες στην Ύδρα και στο Άστρος ήταν πραγματικά μεγαλειώδης.
Στις 20 Ιουνίου 1821 ανέλαβε την αρχιστρατηγία των επαναστατικών δυνάμεων με την προοπτική να οργανώσει τακτικό στρατό. Αμέσως εξέδωσε και την πρώτη του προκήρυξη προς τους Έλληνες, όπου έκανε λόγο για «σπάσιμο της κυριαρχίας των Τούρκων αλλά και όσων συνεργάζονται και ταυτίζονται με αυτούς». Τότε, οι αλαλαγμοί της υποδοχής καταλάγιασαν και έγινε φανερό πώς οι πρόκριτοι και οι ιεράρχες περίμεναν τον πρίγκιπα με ακονισμένα μαχαίρια.
Συνηθισμένοι να έχουν στα χέρια τους την τοπική εξουσία επί τουρκοκρατίας, ήλπιζαν ότι θα διατηρούσαν τα ηνία τόσο κατά τη διάρκεια της επανάστασης όσο και στο νέο ελληνικό κράτος. Είναι δε γεγονός ότι τα νέα για την καταστολή της επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες υπό τον αδερφό του Αλέξανδρο αποδυνάμωσε τη θέση του.
Κατά την πολιορκία της Τρίπολης, όταν ο τουρκικός στόλος απειλούσε τους παραλιακούς οικισμούς της Κορινθίας, θέλησε να σπεύσει να προστατέψει τον πληθυσμό. Ο μόνος που του παραχώρησε άνδρες για το σκοπό αυτό ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Το μυαλό των οπλαρχηγών ήταν θαμπωμένο από τη λάμψη των λάφυρων, που η επικείμενη πτώση της πόλης υποσχόταν. Αναχωρώντας, για να προστατέψει τους Έλληνες των κορινθιακών παραλίων, δεν πρόλαβε να επιστρέψει πριν την Άλωση της Τρίπολης στις 23 Σεπτεμβρίου 1821. Οι ειδήσεις για την σφαγή των Τούρκων της πόλης, παρά τον αντίθετο όρο της συνθηκολόγησης, αλλά και για το πλιάτσικο που επακολούθησε, συγκλόνισαν τον Δημήτριο Υψηλάντη.
Φτάνοντας στην Τρίπολη βρήκε την πόλη παντελώς λεηλατημένη και καμένη και τα στρατεύματα σε κατάσταση πλήρους αναρχίας. Τι κι αν ο ρομαντικός φιλέλληνας Τόμας Γκόρντον τον θαύμαζε: «Συ είσαι ο Λεωνίδας επί της κεφαλής των Σπαρτιατών και ο Θεμιστοκλής και ο Μιλτιάδης και ο Περικλής επάνω των Αθηναίων». Αμέσως προσπάθησε να καθαρίσει την πόλη, να προστατέψει τους άμαχους αιχμαλώτους και να βάλει μια τάξη στο στράτευμα. Ύστερα αναχώρησε για το Άργος. Για πάνω από δύο μήνες πάσχιζε να συγκαλέσει την Ά Εθνοσυνέλευση, καθώς η σύσταση κεντρικής πολιτικής διοίκησης και η μεθοδική οργάνωση του Αγώνα ήταν επιτακτικά.
Οι συνεχείς μηχανορραφίες των προκρίτων επιτυγχάνουν να δώσουν- όταν επιτέλους συγκαλείται η Εθνοσυνέλευση σε σώμα -την απόλυτη πλειοψηφία στην πλευρά των προκρίτων και των πολιτικών. Ο πολιτικά άπειρος Υψηλάντης και η μειοψηφία των στρατιωτικών -που είναι αλήθεια ότι δεν είχαν ισχυρούς δεσμούς μεταξύ τους- απέτυχαν να σπάσουν αυτό το συμπαγές μέτωπο, του οποίου ηγείται ο μεγάλος του αντίπαλος, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.
Η πολιτική ατολμία του Υψηλάντη τον υποχρεώνει σε συνεχείς αναδιπλώσεις και συμβιβασμούς για μην προκαλέσει ζημιά στον Αγώνα, την ώρα που μάλλον έπρεπε να έχει επιβάλλει τις αποφάσεις του με σιδερένια πυγμή. Η Εθνοσυνέλευση του ανάθεσε τυπικά το αξίωμα του προέδρου του Βουλευτικού, απομακρύνοντας τον, ουσιαστικά, από την κεντρική διοίκηση. Στο πρόσωπο του πρίγκιπα εμποδίζεται και η περαιτέρω ανάμιξη της Φιλικής Εταιρείας στην επανάσταση και καταργούνται τα σύμβολά της. Αποχώρησε πριν λήξουν οι εργασίες της Εθνοσυνέλευσης για να λάβει μέρος στην πολιορκία της Κορίνθου μαζί με τον Κολοκοτρώνη, την οποία κατέλαβαν στις 14 Ιανουαρίου 1822. Όση αποφασιστικότητα του έλειπε ως τότε στους πολιτικούς χειρισμούς, τόση γενναιότητα επιδείκνυε στο πεδίο των μαχών.
Την άνοιξη του 1822 αναχώρησε για να πολεμήσει δίπλα στον Οδυσσέα Ανδρούτσο στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα.
Τον Ιούνιο του 1822 πέτυχε την κατάληψη της Ακρόπολης των Αθηνών και επέτρεψε στους συνθηκολογηθέντες Τούρκους να αποχωρήσουν για την Τουρκία απείραχτοι μαζί με τις οικογένειές τους.
Η εισβολή του Δράμαλη στην Πελοπόννησο σκόρπισε πανικό στα μέλη της κεντρικής διοίκησης που έσπευσαν να βρουν καταφύγιο σε πλοία που βρίσκονταν στον Αργολικό κόλπο. Ο Υψηλάντης, αντίθετα, έσπευσε στο πλευρό του Κολοκοτρώνη για να οργανώσει την αντίσταση.
Αφού υπερασπίστηκε το κάστρο του Άργους τόσο όσο χρειάστηκαν οι ελληνικές δυνάμεις να συγκεντρωθούν, πολέμησε δίπλα στον Κολοκοτρώνη, τον Νικηταρά και τον Παπαφλέσσα στα Δερβενάκια στις 26 Ιουλίου 1822, ενώ στις 28 Ιουλίου αυτός μαζί με τον Νικηταρά και τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη αποδεκάτισαν τα υπολείμματα του στρατού του Δράμαλη που υποχωρούσαν προς την Κόρινθο.
Η επαναστατική κυβέρνηση, αφού κατέβηκε από τα πλοία, όχι μόνο δεν αναγνώρισε τη σημασία της μεγαλειώδους νίκης των Ελλήνων στα Δερβενάκια, αλλά κατηγορούσε τον Κολοκοτρώνη και εγκαλούσε τον Υψηλάντη σε απολογία γιατί «ενώ είχε εκλεγεί πρόεδρος του Βουλευτικού, εκείνος απουσίαζε επί πεντάμηνο από τις συνεδριάσεις σε πολεμικές επιχειρήσεις»(!).
Την παραμονή του Δεκαπενταύγουστου πέτυχε άλλη μια μεγάλη ελληνική νίκη στη θέση Κούτσι, έξω από το Ναύπλιο, μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Κατά τη διάρκεια της Β΄ Εθνοσυνέλευσης την Άνοιξη του 1823 η αντιπαράθεση μεταξύ της κεντρικής διοίκησης και των οπλαρχηγών εντείνεται και εκείνος αρνείται να συμβιβαστεί και να λάβει μέρος στη διαμάχη αυτή, που γρήγορα θα οδηγούσε τον Αγώνα σε μεγάλες περιπέτειες. Το γεγονός που τον εξόργισε, όμως, ήταν η μεθόδευση του Μαυροκορδάτου για το πρώτο αγγλικό δάνειο. Ο πανούργος πολιτικός τον κατηγόρησε για ρωσόφιλο και πέτυχε και τον προσεταιρισμό του Λόρδου Βύρωνα που έφτασε στο Μεσολόγγι.
Στις αρχές του 1824 γίνεται η τελική σύναψη του δανείου και η διαμάχη μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών εξελίσσεται σε εμφύλιο πόλεμο που θα ταλανίσει την Επανάσταση. Οι προσπάθειες που έκανε για να επέλθει ειρήνευση και να μην υπονομευτεί ο Αγώνας έπεσαν στο κενό. Ακόμη και τα χρήματα του αγγλικού δανείου κατασπαταλήθηκαν για να συντηρήσουν αυτή την εμφύλια σύρραξη. Αρνούμενος να λάβει μέρος στην παραφροσύνη, αποσύρθηκε στην οικεία του στο Ναύπλιο παρακολουθώντας τους πατριώτες του να αλληλοεξοντώνονται, τους μεγαλύτερους αγωνιστές να φυλακίζονται, την Κάσο και τα Ψαρά να καταστρέφονται συθέμελα από καθαρή αμέλεια της κεντρικής διοίκησης και στο τέλος τον Ιμπραήμ να εισβάλλει στην Πελοπόννησο.
Ο αγώνας έπνεε τα λοίσθια. Η γενική αμνηστία που δόθηκε από την Κυβέρνηση ενόψει του επαπειλούμενου ολέθρου δεν ήταν αρκετή για να συνεφέρει τους Έλληνες. Η προέλαση του Αιγύπτιου Πασά ήταν φοβερή και ο Παπαφλέσσας θυσιάστηκε στο Μανιάκι. Η φλόγα της επανάστασης έσβηνε καθώς ο Ιμπραήμ κατευθυνόταν ανενόχλητος προς την πρωτεύουσα, το Ναύπλιο. Σε εκείνη την ύστατη ώρα ο Υψηλάντης, μαζί με τον στρατηγό Μακρυγιάννη, τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη και τετρακόσιους άνδρες οχυρώθηκαν στους Μύλους του Άργους στις 13 Ιουνίου 1823 για να αντιμετωπίσουν τη στρατιά των Αιγυπτίων.
Ο Γάλλος ναύαρχος Δεριγνύ, μήνυσε στον Υψηλάντη πως αυτό που προσπαθούσαν να κάνουν ήταν καθαρή τρέλα. Ο Έλληνας πρίγκιπας απάντησε «έχουμε έρθει εδώ για να νικήσουμε ή να πεθάνουμε». Και πράγματι οι τρελοί Έλληνες κατάφεραν μια νίκη μεγαλειώδη, που αναπτέρωσε το ηθικό, έδωσε ελπίδα και κράτησε τον Αγώνα ζωντανό.
Ε
Στην επεισοδιακή Γ΄ Εθνοσυνέλευση την άνοιξη του 1826, όμως, μεθοδεύτηκε η πρόσκληση προς τους Άγγλους για διαμεσολάβηση με σκοπό τον συμβιβασμό με την Πύλη. Ο Υψηλάντης αντέδρασε άμεσα και σε επιστολή του χαρακτήριζε την πράξη αυτή «παράνομον και ανθελληνικήν», μια πράξη υποτέλειας. Η Εθνοσυνέλευση του αφαίρεσε με περισσή σπουδή
«κάθε πολιτικό και στρατιωτικό υπούργημα». Γλίτωσε δε την εξορία χάρη στην προσωπική παρέμβαση του Κολοκοτρώνη. Μόνο μετά από ένα χρόνο και ενόψει πια της άφιξης του Καποδίστρια του αποδόθηκαν ξανά τα αξιώματά του.
Ο Κυβερνήτης, μετά την άφιξη του, αναγνώρισε στο πρόσωπο του Υψηλάντη όλα όσα οι αντίπαλοί του αρνούνταν επί έξι και πλέον έτη να δουν. Για την προσφορά του στον Αγώνα, το όνομα της οικογένειάς του, το ήθος και τον πατριωτισμό του τον διόρισε Στρατάρχη Ανατολικής Ελλάδας. Του ανέθεσε την αποστολή να εκκαθαρίσει την Αν. Στερεά από τις εναπομείνασες τουρκικές δυνάμεις, έτσι ώστε να αποδοθεί και αυτή στα ελληνικά εδάφη. Ο Υψηλάντης μαζί με τις δυνάμεις του Κίτσου Τζαβέλα και άλλων Στερεοελλαδιτών έφερε την αποστολή του εις πέρας- με δυσκολίες, είναι η αλήθεια, που προκαλούσαν η ελλιπής μισθοδοσία και η ανεπαρκής τροφοδοσία- σε πείσμα αυτών που ήθελαν τα σύνορα του νέου κράτους να περιοριστούν στην Πελοπόννησο.
Στις 12 Σεπτεμβρίου 1929 ο Υψηλάντης έδωσε την τελευταία μάχη της ελληνικής επανάστασης στην Πέτρα της Βοιωτίας, όπου με τρεις χιλιάδες άνδρες κατατρόπωσε την υπερδιπλάσια στρατιά του Ασλάν Μπέη, αποδίδοντας στην Ελλάδα ολόκληρη την Αν. Στερεά. Αφού είδε το όνειρό του για ένα ελεύθερο και ανεξάρτητο ελληνικό κράτος να πραγματοποιείται αποσύρθηκε στο Ναύπλιο, όπου πέθανε στις 5 Αυγούστου 1832.
Έπασχε από μια κληρονομική, χρόνια πάθηση, την μυοτονική δυστροφία, που τον ταλαιπωρούσε σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα, αλλά που δεν τον εμπόδισε να αφιερώσει την ψυχή και το σώμα του στην πατρίδα. Ο Σπυρίδων Τρικούπης, που δεν ήταν φίλος του, γράφει για τον άνθρωπο αυτό στην ιστορία του: «Μεταξύ των μεγάλων μορφών του Εικοσιένα η παρουσία αυτού του ανδρός ακτινοβολεί με τη λάμψη του ευγενέστερου και του καθαρότερου μετάλλου». Μας πληροφορεί, πως αν και ήρθε για να ηγηθεί του Αγώνα, πολέμησε και ως απλός στρατιώτης, έμεινε μακριά από τον εμφύλιο και τα κόμματα. Αν και ήταν αριστοκράτης, θαύμαζε τη δημοκρατία, δαπάνησε το μεγαλύτερο μέρος της οικογενειακής του περιουσίας και δεν του έμεινε παρά μόνο ένα σπαθί. Άξιος της πατρίδας του από την αρχή ως το τέλος της επανάστασης. Ανιδιοτελής σε κάθε περίπτωση……
Μαρτίου 24, 2015
No comments
Μαρτίου 22, 2015
No comments
Μαρτίου 21, 2015
No comments
Μαρτίου 17, 2015
No comments
Μαρτίου 16, 2015
No comments
Μαρτίου 16, 2015
No comments
Εκτοπισμένα παιδιά στο Ανατολικό Λονδίνο τη περίοδο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η ζωή τους να συνεχίζεται με την αιματηρή γραφή μιας αστραπής.
Γράφει η Αιμιλία Πανταζή
Μεταξύ της 7ης Σεπτεμβρίου 1940 και της 10ης Μαΐου 1941, εξαπολύθηκε μια παρατεταμένη εκστρατεία βομβαρδισμού από τους Γερμανούς, η οποία ονομάστηκε από τους Βρετανούς Μπλιτς (γερμ.: Blitz = αστραπή). Ξεκίνησε με το βομβαρδισμό του Λονδίνου για 57 διαδοχικές νύχτες κι επικεντρώθηκε στο Ανατολικό Λονδίνο. Στόχος οι λιμενικές εγκαταστάσεις της περιοχής και τα εκεί αποθηκευμένα εισαγόμενα προϊόντα και πρώτες ύλες.
Τα θύματα την πρώτη νύχτα του Μπλιτς ανήλθαν σε 430 νεκρούς και 1600 τραυματισμένους άμαχους. Ο κόσμος ανταποκρίθηκε εκκενώνοντας τις ευπαθείς ομάδες στην ύπαιθρο, ενώ οι εναπομείναντες κατέφυγαν σε καταφύγια, είτε τύπων Άντερσον και Μόρρισον που είχαν οικοδομήσει οι ίδιοι στις αυλές και τα υπόγειά τους, είτε κοινόχρηστα που είχαν οργανώσει οι αρχές σε δημόσιους χώρους.
Άστεγα παιδιά σε κάποια γειτονιά του Ανατολικού Λονδίνου.
Παιδιά δημοτικού εκτοπίστηκαν στην Νότια Ουαλία. Κατασκευάζουν καλάθια δώρου για τα Χριστούγεννα. Ήταν 29 Νοεμβρίου 1940.
Κάποια άλλα ντυμένα ως στρατιωτικοί και νοσοκόμες προετοιμάζονται να τραβήξουν κροτίδες πριν το πλούσιο γεύμα.
Ο χώρος του πάρτι; Ένα καταφύγιο 30 μέτρα κάτω από το έδαφος σε νοτιοανατολική συνοικία του Λονδίνου. 9 Οκτωβρίου 1940.
Η Miss M. T. Talbot υπεύθυνη του αββαείο South Gallery διαμόρφωσε αίθουσες διδασκαλίας για να υποδεχτεί τους λονδρέζους μικρούς μαθητές. Το μάθημα ζωγραφικής συνεχίζεται σε διαφορετικό περιβάλλον.
Το μπροστινό δωμάτιο ενός προαστιακού σπιτιού στο New Malden χρησιμοποιείται ως αίθουσα διδασκαλίας για μια ομάδα νηπίων. Το σχολείο της περιοχής έχει κλείσει λόγω εκκένωσης.
Μαρτίου 13, 2015
No comments
Σε πιστή μετάφραση, «Δράμα σε Χαρτί». Κι όλα αυτά πάνω σε ένα ποδήλατο...
Γράφει η Αιμιλία Πανταζή
Η μορφή αφήγησης Kamishibai προερχόμενη από τους χώρους των ιαπωνικών βουδιστικών ναών του 12ου αιώνα ξεκίνησε από τους μοναχούς οι οποίοι χρησιμοποιώντας ειλητάρια μετέφεραν ιστορίες με ηθικά διδάγματα στους αναλφάβητους πιστούς των γύρων περιοχών.
Διατηρήθηκε για αιώνες. Έμελλε να αναβιώσει με την παγκόσμια ύφεση του 1920. Τότε που ένας άνεργος άντρας θα μπορούσε να κερδίσει μ' αυτό τον τρόπο ένα μικρό εισόδημα. Η έλευση της τηλεόρασης στα τέλη της δεκαετίας του 1950 παραμέρησε την παράδοση.
Τι το διαφορετικό είχαν αυτές οι ιστορίες; Λέγονταν πάνω σε ένα ποδήλατο...
Την περίοδο εκείνη, ο αφηγητής Kamishibai επισκεπτόταν τα χωριά με το ειδικά διαμορφωμένο ποδήλατό του, (εξοπλισμένο με μια μικρή σκηνή) και ανακοίνωνε την έναρξη της παράστασης στους ενδιαφερόμενους χτυπώντας δυο κομμάτια ξύλου ενωμένα με ένα λεπτό διακοσμητικό σχοινί, τα Hyoshigi. Τα παιδιά που αγόραζαν καραμέλα από τον παραμυθά έπαιρναν και τις καλύτερες θέσεις.
Εικονογραφημένοι πίνακες οι οποίοι εισάγονταν με τη σειρά στην μικρή σκηνή του ποδηλάτου, εξιστορούσαν τις διαφορετικές και πολλές ιστορίες του Kamishibai. Συχνά αποτελούσαν ολόκληρες σειρές με νέα επεισόδια, που συνεχίζονταν την επόμενη φορά που το ποδήλατο του αφηγητή εμφανιζόταν στο χωριό.
Πρόσφατα η Kamishibai εντάχθηκε στα πλαίσια προγραμμάτων των ιαπωνικών βιβλιοθηκών και δημοτικών σχολείων. Βγήκε και έξω από τα σύνορα της χώρας. Καλλιτέχνες στην Ιταλία και στη Νεα Ζηλανδία, όπως η Tanya Batt, Ινδή αφηγήτρια, παιδική συγγραφέας και λάτρης του ποδηλάτου, αφηγούνται τις ιστορίες τους στα παιδιά με βάση τη Kamishibai.
Ως μέρος μιας συνεχιζόμενης εκστρατείας για την προώθηση της Παγκόσμιας Ειρήνης, η νεαρή Maki Saji -βουδιστική καλόγρια- αφηγείται την εικονογραφημένη ιστορία ενός από τα πολλά παιδιά που υπέφεραν από τα καταστροφικά αποτελέσματα της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και ως σήμερα και αποτελεί το σύμβολο των αθώων θυμάτων του πολέμου, της Sadako Sasaki. Έχει παρουσιάσει πάνω από 250 παραστάσεις σε όλο τον κόσμο.
Μαρτίου 13, 2015
No comments